Ήθελα λέει, να ψάξω τις ρίζες μου, συμπληρώνοντας το παζλ του οικογενειακού δέντρου, όπου τυχαία ανακάλυψα ότι μάλλον κράταγαν από ηρωική γενιά. Έτσι ο δρόμος με έβγαλε στο νησί.
Η Ανδριανή ήταν η τελευταία της οικογένειας. Ο παππούς της ήταν ο ένας από τους δυό που απέμειναν από την μεγάλη φαμίλια, που χάθηκε στο Ολοκαύτωμα της Μεγαλονήσου το 1866. Και τα τέσσερα αδέρφια του πυρπολήθηκαν μαζί με τους υπόλοιπους, βάζοντας φωτιά στην μπαρουταποθήκη της Μονής. Το μαρτυρούσαν τα ονόματα στο Ηρώο. Ήθελα να μάθω εάν η Ανδριανή είχε μνήμες από αφηγήσεις του παππού της. Εάν της μιλούσε για τα 4 αδέρφια του, που χάθηκαν νωρίς, περνώντας στην Ιστορία…
‘Ενα βροχερό απόγευμα το πήρα απόφαση πως θα την βρω ό,τι και να γίνει…
Κόντευε τα 90 μα το μυαλό της ξυράφι.
Αν και σε αναπηρική καρέκλα, η θωριά της αγέρωχη και περήφανη, είχε τα χαρακτηριστικά μιας άλλης εποχής. Στα νιάτα της πρέπει να είχε υπάρξει όμορφη γυναίκα. Με καλωσόρισε με χαρά, ενώ με περιεργαζόταν με το βλέμμα της από πάνω ως κάτω.
«Κοπέλα μου… τι ήρθες να κάνεις μέχρι εδώ;» με ρώτησε ευγενικά και άπλωσε το χέρι της χαιδεύοντας με στο μάγουλο. «Εδώ μ’ έχει ξεχάσει ο Χάρος…».
Ο άντρας της είχε πεθάνει πριν δέκα χρόνια. Ήταν η δεύτερή του γυναίκα. Μεγάλωσε τα παιδιά του μα αυτή δικούς της απογόνους δεν άφησε.
«Μόνη σου ήρθες; Παντρεμένη είσαι; Έχεις παιδιά;» με ρωτούσε κι ήθελε να μάθει μέσα σε λίγες ώρες όσο πιο πολλά μπορούσε.
Μετά από ώρες, όταν μείναμε μόνες, γύρισε και μου είπε:
« Έχω περάσει πολλά βάσανα… Δούλεψα τόσο στην ζωή μου, στα τσιφλίκια του άντρα μου, μετά στα τσιφλίκια των παιδιών του. Σε όλους δούλεψα πολύ…Τόσο πολύ που μια μέρα, έτσι όπως δούλευα χωρίς σταματημό, δίχως να βάλω μπουκιά στο στόμα μου ή να πιω σταλιά νερό, ένας πόνος στη μέση με λύγισε. Με γύρισαν σπίτι και από τότε δεν μπόρεσα να ξανασταθώ όρθια.
Κι όμως, όσα και εάν πέρασα, ποτέ δεν παραπονέθηκα, ποτέ, ούτε μιλιά. Εκτός μια φορά που ήρθε μία και με βρήκε και κάτι μου είπε γι΄αυτόν… Το βράδυ, που ο άντρας μου γύρισε, έτσι όπως κάτσαμε μπροστά στην φωτιά, δεν άντεξα και του το ‘πα.
-«Α, ώστε έτσι σου είπε;», γύρισε και μου απάντησε. «Όταν με… κρυφοκοιτούσε, ήμουνα καλός;».
Ποτέ δεν ξαναμίλησα.
Όταν πέρασαν τα χρόνια, η αρρώστια ‘’τον χτύπησε’’ κι έπεσε κατάκοιτος. Για 9 χρόνια τον φρόντιζα από το αναπηρικό καρότσι. Ένα βράδυ, τον έβλεπα πως υπέφερε πολύ και του βαζα κομπρέσες με δροσερό νερό στα χέρια και στα πόδια γιατί ψηνότανε στον πυρετό. Του κράτησα το χέρι και του είπα:
– «Μη στεναχωριέσαι άντρα μου, μα εγώ δεν θα αφήσω τον Χάρο να σε πάρει, γιατί σ’ αγαπώ».
– «Κι εγώ σ΄αγαπώ Ανδριανή, 3 φορές πιο πολύ…». Και έγειρε το κεφάλι του…
Στα χέρια μου ξεψύχησε.
Μέχρι το πρωί του κρατούσα το χέρι και έκλαιγα σιωπηλά…».
Έφυγα αργά το απόγευμα, έχοντας μάθει κάτι πολύ πιο σπουδαίο από αυτό που γύρευα…
φωτογραφία: Seza Batioglu