Η Ελπίδα ήταν μια εργαζόμενη νεαρή γυναίκα που είχε τελειώσει τις σπουδές της και έπιασε αμέσως δουλειά. Ήταν ικανοποιημένη, και πίστευε ότι θα εξελίσσονταν επαγγελματικά, ότι θα συνέχιζε να εργάζεται μέχρι τα γεράματά της, ότι θα έκανε οικογένεια, ότι θα είχε ένα κανονικό σπίτι και γενικά θα μπορούσε μέσα από την δουλειά της να επιβιώσει αξιοπρεπώς. Ο μισθός και η αξιοσύνη της στην δουλειά της, της επέτρεπαν να σχεδιάζει την ζωή της στηριζόμενη στις δικές της δυνάμεις.
Μία ήρεμη, προσγειωμένη και αρκετά μετρημένη ζωή.
Μία μέρα ο φίλος της ο Θεόδωρος, που ήταν από καλή οικογένεια, της είπε ότι εάν συμμετείχε σε έναν διαγωνισμό δίνοντας του 100 δραχμές, θα είχε την δυνατότητα να διεκδικήσει ένα χρηματικό έπαθλο 50.000.000 δρχ. Η Ελπίδα χωρίς να το πολυσκεφτεί αποφάσισε να δώσει πολύ εύκολα αυτό το πολύ μικρό ποσό που δεν είχε καμία αξία για εκείνη, θα της έδινε όμως την δυνατότητα να κερδίσει ένα τόσο μεγάλο έπαθλο. Το είχε μάλιστα ξεχάσει ώσπου τον επόμενο χρόνο ξανά ήρθε ο Θεόδωρος για να της κάνει μια ακόμη πρόταση: της ζήτησε να τον εμπιστευθεί δίνοντας το διπλάσιο ποσό με την πιθανότητα να κέρδιζε ένα διπλάσιο έπαθλο. Η Ελπίδα και πάλι χωρίς ιδιαίτερη σκέψη σκέψη δέχτηκε, μιας και δεν είχε να χάσει κάτι.
Ο Θοδωρής δεν είχε καν το ποσό που υποσχόταν αρχικά, το οποίο φυσικά και δεν έδωσε ποτέ σε κανέναν, παρά μόνο κάτι ψίχουλα σε φίλους του που παρουσιάζονταν ως νικητές ώστε να επιβεβαιώνουν την εγκυρότητα του παιχνιδιού. Αντίθετα με αυτόν τον τρόπο πλούτισε πολύ γρήγορα από τα ποσά που συγκέντρωνε από τους ανθρώπους που τους υποσχόταν την επιτυχία.
Η Ελπίδα με το πέρασμα του χρόνου έχασε την δουλειά της και πραγματικά περνούσε δύσκολες ώρες στα οικονομικά της. Ο Θοδωρής, ως φίλος την εξυπηρέτησε, αγοράζοντας ένα μεγάλο αυτοκίνητο που η Ελπίδα είχε, σε εξευτελιστική τιμή, και συνέχιζε να της υπόσχεται ότι θα μπορούσε να κερδίσει. Πλέον της ζητούσε €10 για ένα πολύ μικρότερο ποσό (€100.000) το οποίο θα διεκδικούσε αυτή την φορά.
Για την Ελπίδα το ποσό που καλούνταν να θυσιάσει εξακολουθούσε να είναι μικρό αναφορικά πάντα με το ποσό που επρόκειτο να κερδίσει. Συνεπώς το ρίσκο που θα έπαιρνε εξακολουθούσε να ήταν φαινομενικά μικρό. Ο Θεόδωρος έγινε ακόμη πιο πλούσιος και αγόρασε και το σπίτι της Ελπίδας, η οποία τώρα έμενε σε ένα μικρό διαμέρισμα. Στο εξής η Ελπίδα θα επιδιώκει η ίδια να παίζει το παιχνίδι του Θοδωρή, όχι αδιάφορα αλλά γιατί πλέον είχε την ανάγκη να πιστέψει ότι θα κερδίσει, στηρίζοντας την ζωή της σε αυτή την αόριστη υπόσχεση. Εκείνη όπως και ο κόσμος που έπαιζε, έβλεπαν μέσα από αυτό το παιχνίδι παντού μικρά άνθη ευτυχίας και ευημερίας που προσδοκούσαν να μεγαλώσουν και να χρωματίσουν την ζωή τους. Στην πραγματικότητα όμως ζούσαν σε ένα ασπρόμαυρο τοπίο γεμάτο ξεραμένα δέντρα.
Με την άφιξη της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, όλα τα όνειρα της Ελπίδας κατέρρευσαν.
Δούλευε περιστασιακά, με μειωμένες αμοιβές ενώ πλέον η μόνη της πιθανότητα να ανακάμψει ήταν να κερδίσει στο παιχνιδι του Θοδωρή. Όσο μεγάλωνε η κρίση τόσο περισσότερος κόσμος έτρεχε στον Θοδωρή για να παίξει στο παιχνίδι του. Κανείς δεν έβλεπε καμία άλλη λύση στο πρόβλημά του παρά μόνο το παιχνίδι του Θοδωρή, παρόλο που όλοι αναγνώριζαν ότι μόνο κάποιοι δικοί του άνθρωποι κέρδιζαν από αυτό το παιχνίδι. Αντίθετα με αυτό που θα περίμενε κανείς να συμβεί, ο Θεόδωρος ούτε στην φυλακή πήγε ούτε ο κόσμος γύρισε την πλάτη στο παιχνίδι προσπαθώντας να βρει μόνος του μία λύση. Απεναντίας η κατάσταση αυτή τον ευνόησε αφάνταστα και συνέχισε να υπόσχεται την επιτυχία του παιχνιδιού του.
Η Ελπίδα κάποια στιγμή το κατάλαβε και κατήγγειλε την δράση του Θοδωρή. Όμως μόνο ελάχιστος κόσμος την ακολούθησε, από φόβο κυρίως μήπως χάσει με κάποιο τρόπο την πρόσβαση στο παιχνίδι. Αυτό αύξησε ακόμη περισσότερο την φήμη και την προσήλωση του κόσμου στο παιχνίδι του Θοδωρή. Ο Θοδωρής δυνάμωνε όσο περισσότερος ο κόσμος τον ακολουθούσε ή τουλάχιστον τον άφηνε ανενόχλητο να συνεχίζει. Και αυτό το γνώριζε και φρόντιζε να ενισχύει την εικόνα του αλλά και τις συνθήκες εκείνες που απέτρεπαν από τον κόσμο την επιλογή να μην παίξει το παιχνίδι του, κάνοντάς τους να πιστέψουν ότι δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική για την ζωή τους.
Σήμερα η Ελπίδα ζει μόνη, ζει μια ζωή τελείως διαφορετική, πολύ πιο ασταθής από εκείνη που είχε σχεδιάσει όταν ξεκίνησε, ενώ ο Θεόδωρος, πάμπλουτος, εξακολουθεί να θεωρείται για πολλούς ανθρώπους ως η μόνη τους ευκαιρία να κάνουν εκείνη την ζωή που τόσο μετριόφρονα είχε σχεδιάσει η Ελπίδα στα νιάτα της…
Μία ατελής αλληγορική ιστορία, εμπνευσμένη από πραγματικά γεγονότα.
Φωτογραφία: ομάδα CHARACTERS