Καζαντζάκης και Ζορμπάς, Μια αληθινή ιστορία φιλίας

11
5999
 
Καλύτερο έτος για τον Καζαντζάκη ήταν αναμφισβήτητα το 1946, όταν κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του Ο βίος και η πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά.
Από το 1908 είχε να γράψει μυθιστόρημα, από τις μέρες του Παρισιού και τις Σπασμένες ψυχές, με τον νεαρό τότε συγγραφέα να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στον διδακτισμό και τον ρομαντισμό. Τα προηγούμενα χρόνια απέφευγε τα μυθιστορήματα και φερόταν υποτιμητικά σε όσους ασχολούνταν με το συγκεκριμένο είδος. 
 
 Όλα άρχισαν το 1941, όταν ο Καζαντζάκης πληροφορήθηκε το θάνατο του Ζορμπά, με τον οποίο δεν έπαυε να αλληλογραφεί από τα χρόνια της Πραστοβάς. 

«Εύρον πράσινην πέτραν ωραιοτάτην», τηλεγραφούσε ο Ζορμπάς στον Καζαντζάκη από τα Σκόπια. 

Κι όταν εκείνος του έλεγε ότι αδυνατούσε να πάει να τον βρει, ο Ζορμπάς τον απόπαιρνε: 
«Είσαι, να με συμπαθάς αφεντικό, καλαμαράς. Μπορούσες κι εσύ, κακομοίρη, μια φορά στη ζωή σου να δεις μια όμορφη πράσινη πέτρα και δεν την είδες».  
 
Στο σπίτι του τον περίμενε ένα γράμμα σε πένθιμο φάκελο, με σέρβικο γραμματόσημο.
Ο Καζαντζάκης μάντεψε αμέσως το περιεχόμενό του.  
 
Τι να κάμω, συλλογιζόμουν όλη νύχτα, τι να κάμω για να ξορκίσω το θάνατό του; Άνοιξε η καταπακτή του σπλάχνου μου, πετιούνται πάνω οι θύμησες, σπρώχνουν η μια την άλλη, βιάζονται και ζώνουν αγριεμένες την καρδιά μου, ανοιγοκλείνουν το στόμα, φωνάζουν να περιμαζώξω από τη γη, από τη θάλασσα, από τον αέρα τον Ζορμπά και να τον αναστήσω. Αυτό δεν είναι το χρέος της καρδιάς; Γι’ αυτό δεν την έπλασε ο Θεός, ν’ ανασταίνει τους αγαπημένους;
 
Φυσιολογικά, το νέο αυτό στις μέρες της Κατοχής θα τον βύθιζε σε μαύρη απελπισία. Ο Καζαντζάκης όμως ήταν ο συγγραφέας της πολυχρωμίας. Αναπολώντας τις στιγμές που έζησε με τον φίλο του, μετέφερε τη δράση από τη Μάνη στην Κρήτη και έγραψε το πιο εύθυμο μυθιστόρημα που είχε γράψει ποτέ του. Από τη μια είναι ο συνεσταλμένος γραφιάς, ο άνθρωπος της θεωρίας και της τετράγωνης λογικής, από την άλλη ο χειμαρρώδης εργάτης, ο άνθρωπος των αισθήσεων και των πρωτόγονων ενστίκτων. Το απολλώνιο και το διονυσιακό στοιχείο μάχονται και τελικά συμφιλιώνονται σ’ έναν εκστατικό χορό. Με την ακατάβλητη ενεργητικότητά του και την αστείρευτη δίψα του για ζωή, ο Ζορμπάς κλέβει τελικά την παράσταση. 
 
Ο Ζορμπάς κοίταξε τ’ αστέρια, με το στόμα ανοιχτό, σα να τα ’βλεπε για πρώτη φορά. 
«Τι γίνεται εκεί απάνω», μουρμούρισε. 
Και σε λίγο πήρε την απόφαση, μίλησε. 
«Ξέρεις να μου πεις, αφεντικό», είπε κι η φωνή του ασκώθηκε επίσημη, συγκινημένη μέσα στη ζεστή νύχτα, «ξέρεις να μου πεις τι πάει να πουν όλα αυτά; Ποιος τα έκαμε; Γιατί τα έκαμε; Και πάνω απ’ όλα, ετούτο (η φωνή του Ζορμπά ήταν γεμάτη θυμό και τρόμο): Γιατί να πεθαίνουμε;» 
«Δεν ξέρω, Ζορμπά», αποκρίθηκα, και ντράπηκα σα να με ρωτούσαν το πιο απλό πράμα, το πιο απαραίτητο, και δεν μπορούσα να το εξηγήσω. 
«Δεν ξέρεις», έκαμε ο Ζορμπάς και τα μάτια του γούρλωσαν. 
Όμοια γούρλωσαν και μιαν άλλη νύχτα, όταν με ρώτησε αν χορεύω και του αποκρίθηκα πως δεν ξέρω χορό.
 

Σημειώσεις:

1. Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο, Ελ. Καζαντζάκη, 1962 
2. Νίκος Καζαντζάκης, Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Ελ. Καζαντζάκη, 1963 
(Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το βιβλίο «Το χαμένο Νόμπελ») 
(Το φωτογραφικό υλικό προέρχεται από τo Αρχείο του Μουσείου Καζαντζάκη και το Αρχείο των Εκδόσεων Καζαντζάκη)

MEDIA

Video
Sound file

Συλλογές

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση