Η Χαρά ήταν η προσωποποίηση της ευτυχίας. Η νονά της είχε δώσει αυτό το όνομα γιατί όταν γεννήθηκε είχε ένα χαμόγελο στα χείλη.
Ακόμη και στην βάφτιση της διέφερε από τα άλλα μωρά, όλο γελούσε.
Η γιαγιά της, μια γλυκύτατη κυρία από την Ζάκυνθο, την φώναζε Τζόγια μου και η μαμά της ψυχή μου.
Η Χαρά μεγάλωσε και άνθισε.
Μαζί όμως με το μεγάλωμα της μεγάλωσαν και οι δυστυχίες της.
Οι γονείς της σκοτώθηκαν σε τροχαίο και το κορίτσι έμεινε μόνη με την γιαγιά , την Νόνα της,έτσι την φώναζε η μικρή.
Ο μοναδικός της συγγενής εκτός της ηλικιωμένης γυναίκας ήταν ο αδελφός της μητέρας της , ο Γιάννης που ζούσε στο Παρίσι και ήταν υφασματέμπορος.
Μεγάλωσε η μικρή, άνθισε και έμαθε την μοδιστρική για να ξαλαφρώσει την γιαγιά από τα έξοδα.
Ένα απόγευμα γυρνώντας από την δουλειά σκόνταψε και θα χτύπαγε άσχημα αν δεν ήταν κοντά της ένας νεαρός να την βοηθήσει.
Η Χαρά σαστισμένη όπως ήταν δεν του έδωσε καμία σημασία, απλά τον ευχαρίστησε.
Εκείνος όμως την είδε καλά, πρόσεξε τα ξανθά μαλλιά της που έπεφταν στο στρογγυλό της πρόσωπο με χάρη αλλά περισσότερο του έκαναν εντύπωση τα γαλανά της μάτια.
Αυτή η τυχαία συνάντηση ήταν η αρχή για την γνωριμία τους.
Ο Κοσμάς ήταν ηλεκτρολόγος στην ΔΕΗ ρισκάροντας καθημερινά την ζωή του αφού ανέβαινε στους στύλους για να επιδιορθώνει τις βλάβες.
Είδε το κορίτσι ότι ήταν ένας ευγενικός νέος, με τρόπους, είχε και δουλειά και του είπε το ναι όταν αυτός μετά από λίγο καιρό της έκανε πρόταση γάμου.
Εκείνη έλαμπε μέσα στο μακρύ της λευκό φόρεμα από μουσελίνα και δαντέλα που το είχε ράψει η ίδια .
Όλη η γειτονιά, εκεί κοντά στον Άγιο Διονύση δίπλα στο λιμάνι, ήταν καλεσμένη στο γάμο και την ζήλευαν οι νεαρές για την τύχη της.
Ποια τύχη όμως την περίμενε μετά τον πρώτο καιρό κανείς δεν είχε φανταστεί.
Ο νεαρός άντρας έδειξε το πραγματικό του πρόσωπο και η ευτυχία ξεθώριασε πριν καλά καλά αρχίσει. Χάθηκε η ευγένεια και οι καλοί τρόποι και την θέση τους πήραν οι βρισιές και το ξύλο.
Η Χαρά συνέχισε να δουλεύει μέρα νύχτα για να αποφεύγει τον άντρα της όμως εκείνος δεν έχανε ευκαιρία να την "περιποιείται" όπως έλεγε συνέχεια όταν ήθελε να την στριμώξει για την ικανοποίηση του.
Μετά από έναν χρόνο της καταλόγιζε ότι ήταν και στέρφα ούτε ένα παιδί δεν ήταν άξια να κάνει.
Η νεαρή κοπέλα αν και ήταν μικρότερη από είκοσι δύο έμοιαζε σε πολύ λίγο καιρό σαν εκείνες τις γυναίκες που τις βαραίνουν τα πολλά χρόνια , τα μάτια της είχαν χάσει την λάμψη τους και είχε χαθεί το γέλιο από τα χείλη.
Μετά από τρία χρόνια επιτέλους έμεινε έγκυος αλλά πως να χαρεί η δόλια, οι βρισιές συνεχίστηκαν ευτυχώς όμως ο άντρας της δεν σήκωνε χέρι πάνω της εκείνο το διάστημα .
Ήρθε η ώρα της γέννας, έτρεξαν οι γειτόνισσες να βοηθήσουν , να την ετοιμάσουν για το μαιευτήριο.
Ο Κοσμάς τις έδιωξε λέγοντάς τους ότι η γυναίκα του θα γεννούσε στο σπίτι και μόνη.
Εκείνος θα τα φρόντιζε όλα!
Τι να έκαναν οι γυναίκες , έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι περιμένοντας να περάσει η νύχτα και να πάνε την επόμενη να δούνε την άμοιρη κοπέλα.
Μόλις ξημέρωσε πήραν πανιά, ζεστά ρουχαλάκια για το μωρό και ότι άλλο μπορούσαν και κίνησαν για το σπίτι της.
Χτύπησαν την πόρτα πολλές φορές χωρίς να τους ανοίξει κανείς.
Ανησύχησαν και ήταν έτοιμες να καλέσουν την αστυνομία ώσπου μετά από μια ώρα άνοιξε η πόρτα και εμφανίστηκε ένας μεθυσμένος άντρας με βρώμικα ρούχα που μύριζε κρασίλα και ιδρώτα. Έκπληκτες ρώτησαν πως είναι η Χαρά ,αν το μωρό ήταν καλά και η κυρά Λένη, σαν πιο θαρραλέα τον έσπρωξε και μπήκε μέσα με φόρα να ψάξει την δύστυχη κοπέλα.
Ούτε ίχνος της, ούτε μωρό, ούτε τίποτα.
" Που είναι ρε αλήτη; Τι την έκανες την γυναίκα σου;" Ρώτησε θυμωμένα η ξενη γυναίκα
Εκείνος έβαλε τα γέλια και αυτομάτως αλλάζοντας διάθεση της απάντησε :
" Που θες να είναι μωρή;
Στο πηγάδι την έριξα την άχρηστη.
Τόσα χρόνια την παρακαλούσα να μου κάνει ένα παιδί και αυτή έκανε δύο"
Στο άκουσμα αυτών των νέων οι γυναίκες έμειναν με το στόμα ανοιχτό .
" Παναγία μου η γυναίκα…" Φώναξαν όλες μαζί και έτρεξαν στο πηγάδι.
Ευτυχώς το πηγάδι ήταν άδειο από νερό αλλιώς θα είχαν πνιγεί όλοι τους.
Έβαλαν τα δυνατά τους να την βγάλουν και όταν την έβγαλαν ημίγυμνη , ταλαιπωρημένη κρατώντας τα δύο της μωρά σφικτά στην αγκαλιά της λύγισαν , αμέσως την σκέπασαν με μια κουβέρτα και την πήραν μαζί τους.
Η κυρά Λένη της προσέφερε στέγη μα πολύ περισσότερο ένα σπιτικό γεμάτο θαλπωρή για εκείνη και τα παιδιά της, ένα αγόρι και ένα κορίτσι.
Όσο για τον Κοσμά ο Θεός προνόησε και μια μέρα που είχε ανέβει σε έναν στύλο για να διορθώσει μια βλάβη παραπάτησε , έπεσε και χτύπησε στο κεφάλι.
Αυτό το μοιραίο χτύπημα ήταν η λύτρωση για την Χαρά.
Τώρα μόνη αλλά ελεύθερη χωρίς να φοβάται για την ζωή της επέστρεψε στο σπίτι της .
Να μεγαλώνει δύο παιδιά δεν ήταν εύκολη υπόθεση και όσο και να έκανε επιδιορθώσεις με την βελόνα της τα χρήματα δεν ήταν αρκετά.
Για άλλη μια φορά η μοίρα είχε τα δικά της σχέδια για την γυναίκα αυτή.
Ο Παύλος Δεληγιάννης ήταν επιτυχημένος επιχειρηματίας γύρω στα σαράντα.
Με καταγωγή από την Πάτρα , ιδιοκτήτης ενός εργοστασίου υφασμάτων στα βόρεια προάστια ανέλαβε την επιχείρηση του πατέρα του όταν εκείνος έφυγε ξαφνικά από την ζωή.
Η αλήθεια ήταν ότι δούλευε πολύ σκληρά ,πρώτος πήγαινε στην εταιρεία και τελευταίος έφευγε.
Το όνομα του το συναντούσε κανείς σε όλα τα περιοδικά της εποχής και ήταν ένας περιζήτητος εργένης.
Εκείνη την περίοδο η μητέρα του, η Φρόσω Δεληγιάννη, έψαχνε για μια οικονόμο εσωτερική που να της έχει εμπιστοσύνη και η ξαδέλφη της, η Σωτηρία, που γνώριζε τους πιο απίθανους ανθρώπους της σύστησε την Χαρά.
Της είχε μιλήσει για αυτή μια άλλη κοινή φίλη και η Σωτηρία την θυμήθηκε την ιστορία της άτυχης κοπέλας και μεσολάβησε για την γνωριμία της με της Φρόσω.
Έγιναν οι συστάσεις και η Χαρά μετακόμισε στα βόρεια προάστια μαζί με τα παιδιά της .
Ο Θεός πάλι είχε προνοήσει για αυτήν και το χαμόγελο είχε αρχίσει να επανέρχεται στα χείλη της .
Εκείνη , αφού τακτοποιούσε τα παιδιά της, ξεκινούσε από πολύ νωρίς την προετοιμασία για τις καθημερινές δουλειές, ετοιμάζοντας ένα πλούσιο πρωινό.
Δεν καθόταν ποτέ στο σερβίρισμα , αυτή ήταν η δουλειά της Τασίας, μιας άλλης κυρίας που δούλευε στο σπίτι των Δεληγιάννηδων πολλά χρόνια αλλά η ηλικία της δεν της επέτρεπε να κάνει και πολλά πράγματα.
Η Φρόσω έτρωγε κάτι ελαφρύ για μεσημέρι γιατί ήθελε να απολαμβάνει το βραδινό με τον γιο της που επάξια είχε πάρει την θέση του άντρα της όταν εκείνος έφυγε από την ζωή.
Η Χαρά έδινε τον καλύτερο της εαυτό και η "κυρία ήταν πολύ ενθουσιασμένη με τις αποδόσεις της γιατί εκτός από καλή μαγείρισσα ήταν πάντα πρόθυμη με το χαμόγελο στα χείλη.
Τι άλλο να ζητήσει από την ζωή της, τα παιδιά της μεγάλωναν σε ένα ασφαλές σπίτι και εκείνη επιτέλους δεν ανησυχούσε για το μέλλον.
Εκείνη η μέρα στα μέσα του Οκτώβρη αποδείχτηκε μοιραία για την Χαρά.
Η κυρά Τασία αισθάνθηκε μια αδιαθεσία και δεν μπόρεσε να σερβίρει το πρωινό ,έτσι την θέση της την πήρε η Χαρά.
Ο Παύλος είχε κατέβει από πολύ νωρίς στην τραπεζαρία γιατί ήθελε να προετοιμάσει μια ομιλία που είχε να κάνει στο συνέδριο του Βιοτεχνικού επιμελητηρίου .
Η Χαρά μπήκε στο δωμάτιο κρατώντας το λευκό σερβίτσιο του καφε σιγοτραγουδώντας ένα παιδικό τραγούδι που έλεγε στα παιδιά της.
Ο Παύλος γύρισε το κεφάλι του προς εκείνη γιατί του έκανε εντύπωση πως ένας άνθρωπος τόσο πρωί έχει όρεξη να τραγουδάει παιδικά τραγούδια .
Την είχε συναντήσει και άλλες φορές έχοντας σχηματίσει καλές εντυπώσεις γιατί η μητέρα του την συμπαθούσε πολύ και μιλούσε για αυτήν με τα καλύτερα λόγια.
« Καλημέρα, πρωινή πρωινή βλέπω» Είπε ο Παύλος
Η Χαρά σάστισε και απάντησε με σταθερή φωνή
« Καλημέρα σας κύριε. Ναι, είπα να ξεκινήσω νωρίς σήμερα για να τα ετοιμάσω όλα όπως θέλει η μητέρα σας.
Η Κυρία Τασία δεν θα μπορέσει να σας σερβίρει και θα το αναλάβω εγώ μέχρι να γίνει καλύτερα, αν δεν υπάρχει πρόβλημα φυσικά.»
«Όχι βέβαια, η μητέρα εκτιμάει πολύ τις υπηρεσίες σας.»
Αυτή ήταν η πρώτη επαφή μεταξύ τους αν και η Χαρά τον είχε δει πολλές φορές από το παράθυρο της να φεύγει από πολύ νωρίς και να επιστρέφει πολύ αργά.
Τον είχε συμπαθήσει κιόλας αλλά φυσικά μέχρι εκεί έφταναν οι σκέψεις της.
Δεν τολμούσε να σκεφτεί κάτι παραπάνω.
Ο Παύλος αισθάνθηκε κάτι το διαφορετικό από εκείνη την ημέρα για την νεαρή κοπέλα.
Προσπαθούσε διακριτικά να βρίσκεται κοντά της είτε στην προετοιμασία του πρωινού είτε μετά το βραδινό όταν έπινε το ποτό του στο γραφείο του.
Η Χαρά πάλι αισθανόταν χαρούμενη όταν μπορούσε να συζητάει μαζί του διάφορα θέματα από το μεγάλωμα των παιδιών της μέχρι τα προβλήματα που τον απασχολούσαν στο εργοστάσιο.
Δεν άργησε η μέρα που η συμπάθεια μεταφράστηκε σε έρωτα και τα κορμιά τους έγιναν ένα.
Ήταν λίγο πριν την Πρωτοχρονιά του 1969.
Μέχρι να έρθει η άνοιξη τα πράγματα είχαν αλλάξει όμως για την Χαρά.
Μια αδιαθεσία την έβαλε σε σκέψεις και αυτό που φοβόταν έγινε πραγματικότητα.
Ήταν έγκυος !
Της ήταν αδύνατον να αποκαλύψει το μυστικό της σε κανένα και ειδικά στον άντρα που της είχε αλλάξει την ζωή.
Ευτυχώς κρατούσε επαφή με τον θείο της στο Παρίσι , του εξήγησε την κατάσταση και μια μέρα που ο Παύλος έλειπε για επαγγελματικές υποχρεώσεις εκτός Ελλάδας έφυγε από το σπίτι που ήταν το βασίλειο της τα τελευταία χρόνια.
Η Φρόσω στεναχωρήθηκε πολύ , δεν μπορούσε να δώσει καμία λογική εξήγηση στην φυγή της αλλά δεν μπορούσε να της αλλάξει γνώμη.
Η Χαρά βρέθηκε από την μια μέρα στην άλλη όχι μόνο σε άλλη πόλη αλλά και σε άλλη χώρα.
Ο θείος της την βοήθησε όσο κανείς άλλος, της στάθηκε καλύτερα και από πατέρα.
Σε λίγους μήνες έφερε στον κόσμο ένα πανέμορφο αγόρι με ξανθά μαλλιά σαν τα δικά της και καστανά μάτια σαν του Παύλου.
Του έμοιαζε πολύ το μωρό και της θύμιζε τον μεγάλο της έρωτα. Το ονόμασε Γιώργο όπως έλεγαν και τον πατέρα του Παύλου.
Η ζωή της είχε αλλάξει τόσο πολύ. Από πού είχε ξεκινήσει και που τελικά κατέληξε να ζει.
Από τον Πειραιά στο Παρίσι!
Τα δίδυμα είχαν μεγαλώσει αρκετά και ο μικρός επίσης.
Εκείνη δούλευε στο μαγαζί του θείου της και όλα κυλούσαν ομαλά.
Είχε εγκλιματιστεί στην πόλη του Φωτός και ο θείος της ήταν χαρούμενος που επιτέλους είχε έναν δικό του άνθρωπο κοντά του.
Κάθε Σεπτέμβρη γινόταν στο Παρίσι μια ετήσια έκθεση υφασμάτων από όλον τον κόσμο και ο Παύλος έχοντας επεκτείνει την πελατεία του εκτός Ελλάδας έλαβε για πρώτη φορά μέρος.
Ήταν το φθινόπωρο του 1975.
Τα φύλλα των δέντρων είχαν αρχίσει να πέφτουν και η πόλη άλλαζε χρώμα σιγά σιγά έτοιμη να υποδεχθεί έναν σκληρό χειμώνα.
Οι περισσότεροι έμποροι συνήθιζαν την τελευταία μέρα της έκθεσης να επισκέπτονται τους χονδρεμπόρους υφασματάδες ,που στην πλειοψηφία τους ήταν Εβραίοι έχοντας τα μαγαζιά τους στο κέντρο της πόλης για να παίρνουν ιδέες για την μόδα που θα ερχόταν την επόμενη σαιζόν.
Ο Παύλος ακολούθησε τους συναδέλφους του .
« Έλα Παύλο, υπάρχει και ένας Έλληνας εδώ , έχει το μαγαζί του στην οδό Reamur.
Θεωρείται ένας από τους πιο ενημερωμένους εμπόρους όσο αναφορά τις τάσεις για το επόμενο καλοκαίρι» του είπε ο Δημήτρης, ο συνεργάτης του.
Ο Παύλος τον ακολούθησε και με δισταγμό μπήκε στο κατάστημα με τις μεγάλες βιτρίνες .
« Καλημέρα σας» είπε σε άπταιστα γαλλικά στην γυναίκα που εκείνη την στιγμή κοιτούσε κάτι χρωματολόγια.
« Θα θέλαμε να μας δειγματίσετε την καλοκαιρινή σας συλλογή»
Εκείνη την στιγμή η Χαρά σήκωσε το κεφάλι της και η ματιά της καρφώθηκε στα πιο όμορφα, ζεστά καστανά μάτια που είχε δει στην ζωή της.
Το μόνο σίγουρο ήταν ότι δεν θα τα άφηνε ποτέ πια μακριά από τα δικά της μάτια.
Ο Παύλος την κοίταξε σαστισμένος , νόμιζε ότι ονειρευόταν ,ένα γλυκό όνειρο που θα κρατούσε για το υπόλοιπο της ζωής του.
Artwork by CHARACTERS