«Γεννήθηκα το 1946. Το 1949 πήγαμε να ζήσουμε στο χωριό, στις Γωνιές Μαλεβιζίου Κρήτης. Σε εκείνο τον τόπο, έζησα τα παιδικά μου χρόνια, και έμαθα τι σημαίνει Κρήτη,τί να είσαι Κρήτας και τί είναι η Κρητική φιλοξενία. Κάθε φορά που εμφανιζόταν ξένοι στα χωριά οι Κρητικοί άνοιγαν τις πόρτες τους, δεν ρωτούσαν ποιός είναι, από πού έρχονταν και έδειχναν την μεγαλοσύνη της φιλοξενίας, δηλαδή του Ξένιου Δία.
Αργότερα, όταν μεγάλωσα, διάβασα μια ιστορία του Νίκου Καζαντζάκη- που δεν την έχω ενσωματώσει στην νέα μου ταινία για τον Μεγάλο Κρήτα- και διηγόταν ένα περιστατικό το οποίο έζησε σε ένα από τα ταξίδια του στα χωριά της Κρήτης όπου συνέλλεγε ιστορίες, ονόματα, σπάνια ντοκουμέντα.
Ο Καζαντζάκης, σαν ταξιδιώτης, κάθε φορά που πήγαινε σε ένα χωριό και έπρεπε να διανυκτερεύσει για να συνεχίσει την πορεία της επόμενης ημέρας, πήγαινε και έβρισκε είτε τον πρόεδρο του χωριού ή τον παπά της ενορίας και του έλεγε ποιός μπορεί να τον φιλοξενήσει για ένα βράδυ. Μια μέρα πήγε στο σπίτι του παπά και ζήτησε φιλοξενία. Ο παπάς ρώτησε τον Καζαντζάκη εάν είχε φάει κάτι, του έδωσε ένα πιάτο φαγητό, του έστρωσε να κοιμηθεί , το πρωί τον ξύπνησε, του είχε φτιάξει το πρωινό του, τον αποχαιρέτισε και έφυγε.
Βγαίνοντας έξω στον δρόμο ο Καζαντζάκης συνάντησε έναν Κρητικό και όταν αυτός είδε πως είχε μείνει στο σπίτι του παπά έδειξε μεγάλη κατάπληξη.
Του λέει: « Μα εκεί ήσουνα; Ε, τον καημένο τον παπά. Όλη νύχτα οι γυναίκες ξενυχτούσανε το πεθαμένο του παιδί…Εσύ τι πήγες εκεί να κάνεις;».
« Κοιμήθηκα…» του απάντησε ο Καζαντζάκης.
«Δεν άκουσες τίποτα;»αποκρίθηκε αυτός.
«Όχι», ψέλισσε.
«Φαίνεται, του εξήγησε ο Κρητικός, πως ο παπάς τους είπε: «Έχουμε ξένο, τον πόνο σας βουβό να τον κρατήσετε».
Είναι μεγάλη η Κρήτη…