Μαζεμένη η παλιοπαρέα-ήμασταν δεν ήμασταν είκοσι χρονών – δεκαπέντε άτομα – φοιτητούδια ακόμα , τις ζεστές καλοκαιρινές νύχτες, ξοδεύαμε τις αργόσυρτες σχολινές μας ώρες , τραγουδώντας τραγούδια παραδοσιακά, ίσως πολυτραγουδισμένα, μα πάντα μοναδικά την ώρα που τ’ ακούγαμε – εμείς κι οι άλλοι…
Έτσι κι εκείνη τη βραδιά –ανησυχητικά η αλήθεια είναι ήρεμη η θάλασσα -λάδι απλωνόταν μπροστά μας, μια μικρή φωτιά στην παραλία ,μαζεμένα βιολιά και νταούλια, κιθάρες, πνευστά – της φύσης τον ακύμαντα μελωδικό ρυθμό ακλουθούνε…Ο καλύτερος τραγουδάει δυνατά τον ‘’καΐξή’’, κι εμείς συνοδεύουμε τον ανατολίτικο , νοσταλγικό ρυθμό…" Γκελ, γκελ καΐξη..".
Τότε, ένας απ΄ την παρέα, αυτός που’ χε συχνά ξεσηκωτικές εμπνεύσεις που ενσαρκώνονταν , χωρίς αντιρρήσεις ή δισταγμό, σαν να’ ταν αυτό που περίμεναν κι οι άλλοι ν’ ακούσουν για να ταραχτεί λίγο και για λίγο η ακυμαντότητα της θάλασσας και της στιγμής, φώναξε: "Σηκωθείτε, όλοι γρήγορα μέσα!! Μπείτε στο καΐκι, πάμε!!". Και μαγικά σχεδόν, γρήγορα, σαν υπνωτισμένοι στο άκουσμα του διατάγματος αυτού, όλοι μπήκαν στο καΐκι κι ο εμπνευστής του εγχειρήματος, σα μεγάλος-σπουδαίος καπετάνιος-που ξεκινά υπερπόντιο ταξίδι- έβαλε μπρος…Οδήγησε, με σταθερό χέρι κι αποφασισμένη καρδιά ,το μικρό του τρεχαντήρι καταμεσής του λιμανιού…εκεί σταμάτησε το τρεχαντήρι κι η στιγμή μαζί, που πήρε κάτι αιώνιο…απλώθηκε μες το νερό , έγινε παφλασμός, σταγόνα, απαλόηχο αγέρι, ντύθηκε μελωδία…
Εκεί λοιπόν συνεχίστηκε το τραγούδι, στη μέση του λιμανιού, μες το σκοτάδι της περασμένης ώρας, λίγα φωτάκια απ΄το καΐκι διάσπαρτα , ένας αναπτήρας κάποτε που άναβε το στριφτό τσιγάρο της νιότης, και όλοι μαζί, τραγουδάμε με κέφι, μπρίο, άλλοτε πόνο και νοσταλγία, θύμηση κι άλλοτε μ’ ελπίδα για κείνα που θε να’ρθουν…κι η ώρα περνάει-νεράκι κι αυτή- ώσπου της αύρας η δροσούλα έρχεται..ώσπου το πρώτο φως της μέρας αμυδρά φέρνει την παρουσία του… Κι όπως η μέρα έρχεται-μα θ’ αργήσει ακόμα- 5 η ώρα το ξημέρωμα είναι-κι ένα μικρό θαύμα- αναπάντεχα εξαίσιο σκηνικό- στήνεται εκεί στο λιμάνι, σαράντα σχεδόν χρόνια πριν, μακρινά, μα μέσα απ΄ αυτήν τη μνήμη, πάντα εδώ… Πλήθος κόσμου έχει μαζευτεί έξω στο λιμάνι, μικροί και μεγάλοι, νιοι και γέροντες, -μια μεγάλη ανυπόμονη παρέα- στέκεται πάνω στην αμμουδιά-ετοιμοπόλεμη να συντρέξει στο γλέντι μας, στο τραγούδι της νιότης μας, στη χαρά του απλού που όμως σπάνια συμβαίνει…
Πόρτες και πολυκαιρισμένα κλειστά παραθυρόφυλλα ανοίγουν σαν τριαντάφυλλα μαγεμένα απ΄την ανέλπιστη μελωδία που απλώνεται-πρωινή αύρα-το ξημέρωμα ετούτο. Οι νοικοκυρές στα μπαλκόνια, ερωτευμένα ζευγάρια που τώρα νιώθουν ν’ αγαπιούνται πιότερο, βαριεστημένοι γέροντες- πρώην ψαράδες- που στρίβουν το πρωινό τσιγάρο τους και προσπαθούν να δουν στον ορίζοντα αυτό που τώρα πια τους επιτρέπουν τα μάτια τους να δουν –αυτό που συμβαίνει εκεί κάτω, στο λιμάνι που κάποτε άπλωναν τα δίχτυα για το μεροκάματο…
Εμείς, οι δεκαπέντε περίπου, αντικρίζοντας το θέαμα αυτό, κοιτιόμαστε μεταξύ μας με πρόσωπα και βλέμματα απορίας μεγάλης και χαράς ανέλπιστης-συναίσθημα που πάντα επιθυμούσε να μάς προκαλεί ο ‘’εμπνευστής’’, τα χαμόγελα φωτίζουν πιότερο το ήδη λαμπερό φεγγάρι, γινόμαστε μια αγκαλιά κι ένα τραγούδι ακόμη… Τραγούδι που καθώς το καϊκάκι μας αρχίζει να βγαίνει για τα καλά προς τα έξω- αγκαλιάζεται κι από όλους εκείνους που εκεί έξω έχουν μαζευτεί και περιμένουν… Φωνές και γέλια και τραγούδια ενωμένα στο άπειρο και συμπαντικά μαγικό όλον…Η αγάπη , η παρέα, η προαιώνια ανάγκη της ψυχής να βαφτεί, να ντυθεί, να βγει έξω και να χορέψει…Κι έτσι μάς πήρε το ξημέρωμα-μια μαγική εικόνα στην παραλία του αγαπημένου νησιού –ένα εξαισίως αριστοτεχνικά ανεπιτήδευτα σκηνοθετημένο σκηνικό- με πρωταγωνιστές τη θάλασσα, το φεγγάρι, τις μελωδίες που έβγαιναν πρώτα απ΄ την ψυχή και μετά απ΄ τα χείλη μας…
Αφήγηση εμπνευσμένη από αληθινή ιστορία
Photo: pexels
Photo: pexels