
Μια φορά και έναν καιρό, στα χρόνια τα περαζούμενα, του άλλου αιώνα, ήταν ένας μπακάλης και χασάπης μαζί.
Ο μπαρμπα-Αλέκος, πολλά καλός ήτανε, τίμιες δουλειές έκανε. Η μοίρα τον έφερε να στήσει μαγαζί και να κάνει οικογένεια, σε ένα παραλιακό χωριουδάκι… πολλά υποσχόμενο.
Καθημερινά κουβάλαγε μαζί του ένα ΤΕΦΤΕΡΙ. Δεν έγραφε εκεί τα «βερεσέδια» αλλά έκανε σωστούς λογαριασμούς. Κι όπως συχνά επαναλάμβανε … οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους παιδί μου!
Στις 24 του Δεκέμβρη του 1912 – παραμονή Χριστουγέννων – αγόρασε 15 αρνιά και περίμενε τους πελάτες. Σημείωνε «Χ» για όσους πλήρωναν τα «ψούνια» τους και «Ο» για όσους υποσχόταν σύντομα, επιστροφή. Κι ήρθαν πολλοί εκείνα τα Χριστούγεννα. Η Δημαρχίνα, η Χατζίνα, ο Χατζής μα και ένας Ξένος – περαστικός από τα μέρη εκείνα που δεν πρόλαβε καν να μάθει τ’ όνομά του. Και όλοι πλήρωσαν και τα Χριστούγεννα ήταν λαμπρά.

Και ο καιρός κύλαγε κι ήρθε καινούργιος μήνας.
Σφάχτηκε ένα αρνί και πέρασαν Τούρκοι και αγάδες και το αγόρασαν.
Ζύγωσε και η Αλιβάνιστη λες και δραπέτευσε από τα βιβλία του Άγιου Παπαδιαμάντη. Και χτιστάδες πολλοί για να ετοιμάσουν το μεροκάματο της αλληνής ημέρας.

Την Πρωτομαγιά του 1913, οκάδες 15 από το εμπόρευμα περίμεναν πελάτες.
Και τον επισκέφθηκαν περισσότεροι άνθρωποι και από τα γειτονικά χωριά.
Άνθρωποι ανώνυμοι που ξέχασαν να συστηθούν.
Μα ο κυρ- Αλέκος πάντα έβρισκε τρόπο να χαρτογραφεί τις δοσοληψίες του. Σαμωνιανός, ο κάτοικος του Σαμωνά και ξένος, ο περατάρης από τη γειτονιά του.

Κι οι μέρες περνούσαν και το μεροκάματο κουτσά στραβά έβγαινε.
Και μεγάλωσαν τα κοπέλια και έκαναν άλλα κοπέλια και η ζωή συνεχίστηκε.
Και κάθε καλοκαίρι, από τις 30 του Ιούλη και μέχρι τις 14 τ’ Αυγούστου οι σελίδες ήτανε λευκές.
Ξαπόσταινε ο κοντυλοφόρος ‘κείνες τις άγιες μέρες του Πάσχα του καλοκαιριού.
Και στις 14 τ’ Αυγούστου σφάζανε αρνιά και χοίρους και κάνανε γλέντι τρικούβερτο.
Γιατί η ζωή θέλει καλοπέραση … έλεγες παππού κι έστριβες το μουστάκι σου παλεύοντας να κρύψεις το ατίθασο χαμόγελο, πριν γίνει εκείνο δραπέτης της ψυχής σου.