Η γιαγιά και ο Ντοστογιέφσκι

4
2181

 

Ο Ντοστογιέφσκι ήταν πάντα ένα βάσανο για μένα. Ποτέ δεν τον κατάλαβα και δεν είχα υπομονή να τον διαβάσω. Μου φαινόταν πολύ γέρος, πολύ δύσκολος και φιλοσοφημένος για μένα- και πράγματι, σκεφτόμουν, τι άλλο να κάνεις στον βαρύ ρωσικό χειμώνα και μάλιστα όταν δεν υπήρχε τηλεόραση; 

Στο γυμνάσιο είχα προσπαθήσει τον Ηλίθιο. Δε μου άρεσε, ήταν μάλλον πολύ για μένα, γιατί ακόμα προτιμούσα τον Χάρι Πόττερ, ένα ανάγνωσμα πιο ευχάριστο και κοντά στις ικανότητες υπομονής μου, που ήταν πάντα μικρές. Αλλά προσπαθούσα κι εκνευριζόμουν και αμφισβητούσα τη νοημοσύνη μου που δεν μπορούσε να καταλάβει τη φιλοσοφία. Βαριόμουν. Με απασχολούσαν αλλά πράγματα, αυτά που είναι σημαντικά για τις έφηβες. 

Τον ίδιο τον Ντοστογιέφσκι τον έβλεπα σαν την εικόνα που υπήρχε στο εσώφυλλο, έναν άγριο γέρο με μαλλιά και γένια, έτοιμο να απορρίψει κάθε αντίρρηση σου προς την σοφία του έργου του με μια πολυσύλλαβη βλαστήμια της μητρικής γλώσσας του. 

Στα εικοσιπέντε και μετά από εμπειρία κατάδυσης σε πιο βαθιά αναγνώσματα, σκέφτηκα πως ήμουν αρκετά δυνατή για να παλέψω ξανά με τον αιώνιο ακατανόητο. Ξεκίνησα με το Υπόγειο. 

Η γιαγιά μου πέθανε όταν βρισκόμουν στις πρώτες σελίδες. 

Η γιαγιά δεν διάβαζε τέτοια. Είχε τον Καζαμία, και τα περιοδικά πλεξίματος και τον Νέο Αγώνα. Δε νομίζω ότι διάβαζε βιβλία, ή τουλάχιστον τέτοια βιβλία. Ήταν απλός άνθρωπος, χωρίς περισσότερη ανάλυση του κόσμου να απασχολεί το μυαλό της, πέρα από τις έννοιες του Θεού και τις Πίστης, της εκκλησίας που πήγαινε κάθε Κυριακή. Εκείνη είχε τηλεόραση και προτιμούσε να βλέπει τη ζωή καθρεφτισμένη μέσα από τα τουρκικά και λατινοαμερικανικά σήριαλ. Δεν μιλούσε πολύ, δεν μιλούσε με περίπλοκες έννοιες και δύσκολες λέξεις. 

Πέθανε ήσυχα, κηδεύτηκε ήσυχα. Γυρίσαμε σπίτι. 

Δεν ξαναπροσπάθησα το βιβλίο. Το είχα πάρει μαζί μου, με μια ελπίδα ότι θα το διαβάσω στο ταξίδι, αλλά δεν είχα διάθεση να μπω σε φιλοσοφικά νοήματα, να αντιπαρατεθώ με έννοιες που μάλλον διαφωνούσα. 

Τα δύσκολα κείμενα πρέπει να τα παίρνεις φράση τη φράση για να καταλάβεις, το ίδιο τα δύσκολα γεγονότα. Στιγμή τη στιγμή. Μια απώλεια δεν είναι μόνο η απώλειά σου, είναι κοινή όταν ο άνθρωπος είχε έναν κοινωνικό κύκλο. Για τις επόμενες δυο εβδομάδες τον κουβαλούσα στην τσάντα μου, σπίτι – δουλειά – σπίτι επιχειρώντας να κατανοήσω προτάσεις ανάμεσα στις αλλαγές λεωφορείων και μετρό, όσο όλοι προσπαθούσαμε μέρα τη μέρα να κατανοήσουμε το τετελεσμένο της έλλειψης.

Το Σαββατοκύριακο, που έβρεχε πολύ, γύρισα σπίτι το απόγευμα. 

 Το νερό χώνεται όπου μπορεί, σαν τη μιζέρια ακόμα και στις καλά προστατευμένες από αυτήν ουτοπίες. Τώρα ήταν στην τσάντα μου. Άνοιξα το βιβλίο στη μέση για να στεγνώσει. Βρήκα μια ξεχασμένη φωτογραφία της γιαγιάς.

Έβαλα δίπλα δίπλα τα πρόσωπα που δεν έμοιαζαν. Και δίπλα της ο Ντοστογιέφσκι άρχισε να γίνεται πιο συμπαθητικός, οι ρυτίδες του πιο γλυκές. Ένας πραγματικός άνθρωπος που υπήρξε.

Θα μπορούσαν να είχαν γνωριστεί αν ξεπερνούσαμε τα εμπόδια του χρόνου, του τόπου, των κοινωνικών τάξεων; 

Η φωτογραφία ήταν στεγνή. Σκέφτηκα ότι κάτι σπουδαίο είχε συντελεστεί εδώ. Αυτός είχε επιβιώσει μέσα από τα έργα του -μπορεί να ήταν δυσερμήνευτος και παράξενος, αλλά ζωντανός με κάποιο τρόπο, χρόνια μετά και τώρα οι ατελείωτες φράσεις του είχαν διατηρήσει την ανάμνηση μιας άγνωστης γυναίκας.

Ακόμα δεν διάβασα το βιβλίο, ούτε θα το κάνω. Δεν θέλω να αφιερώσω τη ζωή μου σε στοιχήματα με τον εαυτό μου.

Άλλωστε όλοι θα πεθάνουμε. Τότε δεν θα έχει σημασία.


Φωτογραφίες pinterest, google
Artwork by CHARACTERS

MEDIA

Video
Sound file

Συλλογές

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση