‘’Θυμάμαι τον ήχο του ανέμου όταν αποκοιμήθηκα, "
τα κλαδιά των δέντρων να ξύνουν την οροφή όπως ψιθυρίζουν οι άνθρωποι.
Έφτασα εδώ ένα χειμωνιάτικο πρωί.
Ή ίσως ήταν Άνοιξη. Δεν θυμάμαι πια…
Το μυαλό μου κάνει κόλπα…
Ο μπαμπάς είχε μόλις πεθάνει δύο εβδομάδες πριν.
Το έδαφος ήταν παγωμένο όταν έσκαψαν τον τάφο του…
Η μαμά άφησε ένα σημείωμα στην βαλίτσα μου,
λέγοντας μου να κάνω κάτι που θα την κάνει υπερήφανη: να γίνω καλός άνθρωπος.
Υπήρχαν τόσοι πολλοί χειμώνες…
Ήρθα εδώ γιατί ήθελα ένα σπίτι,
όπου μπορώ να βρω γαλήνη.
Όπου μπορώ να ενεργώ όπως οποισδήποτε άλλος.
Όπου μπορώ να είμαι όποιος θέλω να είμαι.
Δεν ήταν πάντα άδειο.
Όλοι έπρεπε να έρθουν εδώ κάτω.
Οι άνθρωποι θα έρχονταν εδώ κρατώντας βαλίτσες στο χέρι τους και κρατώντας τα παιδιά τους για την ακριβή ζωή.
Υπήρχαν νέοι και γέροι, οικογένειες.
Αλλά πολλοί από αυτούς…
ήταν εντελώς μόνοι.
Περίμεναν τη σειρά τους για να φτάσουν στον φρουρό στο τέλος της αίθουσας.
Ο φρουρός θα σφραγίσει το βιβλίο και θα σας πει: ‘’ Πήγαινε εκεί πέρα…’’
Και :΄΄Καλώς ορίσατε’’.
‘Ημουν ένας από αυτούς.
Όταν ήρθα εδώ, πήγα σε ένα τεράστιο δωμάτιο.
Γιατροί… έκαναν αυτές τις γρήγορες ερωτήσεις.
Ένας γιατρός με πλησιάζει και μου λέει: ‘’Πρέπει να πας πίσω’’.
Λέω: ‘’Πίσω, πού ;’’.
Μου λέει: ‘’Πίσω από που ήρθες’’.
Του είπα: ‘’Πρέπει να πάω στη Νέα Υόρκη, ήρθα για μια καινούργια ζωή!’’.
Μου λέει: ‘’Όχι’’. ΄΄Δεν μπορείς’’. ‘’Θα πας, πίσω στο σπίτι’’.
Και εγώ αγωνίζομαι.
Δεν με ακούει. Μου λέει: ‘’Πέντε λεπτά’’…. Και φεύγει.
Άρπαξα την βαλίτσα μου και πήγα και κρύφτηκα σε ένα ντουλάπι πίσω από όλες αυτές τις ρόμπες.
Και όταν σκοτείνιασε, πήγα και κρύφτηκα κάπου αλλού.
Και κάπου αλλού…
Έμεινα εκεί που κανείς δεν μπορούσε να με βρει.
Και η εβδομάδα έγινε μήνας.
Είχα ένα μόνο πράγμα στο μυαλό.
Ένα μέρος για να πάω. Όπως θα πετούσατε εάν είχατε φτερά.
Θα κολυμπούσατε ως εκεί, αν δεν ήταν δύσκολο.
Πολλοί άνθρωποι προσπάθησαν να φτάσουν εκεί.
Εγώ προσπάθησα ακόμα και να κολυμπήσω μια φορά αλλά λίγο τα κατάφερα.
Ένα βράδυ, γνώρισα κάποιαν άλλη.
Κρυβόταν και αυτή.
Έτσι κρυφτήκαμε μαζί.
Ζώντας τη νύχτα.
Και συζητούσαμε για το τι θα γινόταν όταν φτάναμε στην ακτή.
Πώς επρόκειτο να γίνει η ζωή μας.
Και μια μέρα δεν ξύπνησε…
‘Ετσι πήρα το σώμα της και το έβαλα μέσα στο νερό και το έβλεπα να επιπλέει, προς τα εκεί που ήθελε να πάει…
Και ήμουν μόνος και πάλι.
“Λυπάμαι, ήμασταν τόσο κοντα”
Ήταν όλοι αυτοί οι εκατομμύρια άνθρωποι που πέρασαν από εδώ
και τους είδα ολους,
άνθρωποι κάθε χρώματος, σχήματος και μεγεθους.
Και σκέφτομαι όλους εκείνους τους ανθρώπους που τα κατάφεραν,
όλους εκείνους το έφθασαν,
έφθασαν σε μία απομακρυσμένη παραλία, ξεπερνώντας την παραλία, επάνω από την γέφυρα ή κάτω από τον δρόμο,
και άρχισαν να περπατουν
άρχισαν να περπατούν όλο και πιο γρήγορα
και έπειτα να τρέχουν,
και έπειτα τα κατάφεραν.
Έφθασαν τελικά σπίτι,
αλλά μη με παρεξηγήσετε, είμαι το φάντασμα όλων εκείνων που ποτέ δεν κατάφεραν να φγάσουν εκεί
και το φάντασμα εκεινων που ποτέ δεν θα φθάσουν εκεί…
* Η ιστορία είναι απόσπασμα από το σενάριο του φιλμ μικρού μήκους «Ellis», του βραβευμένου με Oscar Robert De Niro σε συνεργασία με τον installation artist JR, το οποίο πραγματεύεται τις συγκλονιστικές ιστορίες των μεταναστών που κατέφθασαν κατά εκατομμύρια στις αρχές του αιώνα στο γνωστό Ellis Island, προσδοκώντας σε μια καλύτερη ζωή στις ΗΠΑ.
Από το 1924 μέχρι το κλείσιμό του, το 1954, το νησί Ellis έπαψε να υποδέχεται μετανάστες Από τότε, το Ellis χρησιμοποιήθηκε ως κέντρο κράτησης για εγκληματίες και για ανεπιθύμητους μετανάστες, των οποίων η άδεια είχε λήξει. Δεν υπάρχουν αρχεία μεταξύ 1924-1954. Από το 1965, το νησί είναι μέρος του Εθνικού Μνημείου του Αγάλματος της Ελευθερίας και πλεόν στις εγκαταστάσεις του νησιού λειτουργεί μουσείο. Μέσω της ψηφιοποίησης των αρχείων και της εφαρμογής στο https://www.ellisisland.org/ ο καθένας πλέον μπορεί να εντοπίσει συγγενείς που πριν χρόνια μετανάστευασαν στις ΗΠΑ και πέρασαν από την «κρίση» του Ellis
Πηγή: TVXS