«Γεια, πώς σε λένε»;
«Erhan», μου απάντησε.
Τον συνάντησα μια κρύα μέρα να κάθεται σε ένα παγκάκι και να κρατά σημειώσεις σε ένα τετράδιο. Όλη η περιουσία του μια αυτοσχέδια σκηνή στην άκρη της παραλίας, μια κουβέρτα, ένα τρανζιστοράκι και λίγα λουλούδια πάνω σε ένα τραπέζι που είχε φτιάξει με πέτρες και ξύλα. Φαινόταν αξιοπρεπής και ανεξάρτητος άνθρωπος που παρά τα βάσανα της ζωής δεν είχε χάσει την ευγένεια του. Ένας μικρός σάκος στο προσκεφάλι του ήταν γεμάτος τετράδια με χειρόγραφες σημειώσεις.
«Τι γράφεις;» ρώτησα.
«Είμαι συγγραφέας, απάντησε και μέσα σε αυτές τις σελίδες ξετυλίγεται όλη η ζωή μου. Μια μέρα ίσως εκδώσω ένα βιβλίο με τα απομνημονεύματα μου, όλα όσα έχω περάσει τα τελευταία χρόνια. Η ζωή ποτέ δεν ξέρεις τι θα φέρει….
Κάποτε είχα δικό μου εστιατόριο, ήμουν ένας καλός σεφ στην Κωνσταντινούπολη. Το εστιατόριό μου είχε χιλιάδες κριτικές. Είχα χειμερινή κατοικία, θερινή κατοικία, δικό μου άλογο και κάθε χρόνο έκανα τουλάχιστον 3-4 ταξίδια στο εξωτερικό. Μέχρι που τα έχασα όλα.
Ο Ερντογάν μου κατέστρεψε τη ζωή όπως έκανε και με εκατοντάδες χιλιάδες άλλους Κούρδους αλλά και κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο που θεωρούσε εχθρό του, ακαδημαϊκούς, συγγραφείς, πολιτικούς, δημοσιογράφους, φοιτητές, χιλιάδες που βρίσκονται ακόμη μέσα στα κρατητήρια. Είναι ένας δικτάτορας, ένας φασίστας και δεν έπαψα ούτε θα πάψω ποτέ να το φωνάζω. Το έγραφα παντού, όπου μπορούσα, στο facebook, στο twitter και για αυτό το λόγο με έπιασαν και με έβαλαν στη φυλακή πολλές φορές, την τελευταία για 11 μήνες. Εκεί με είχαν δέσει σταυρωμένο και μου έκαναν ηλέκτροσόκ κάθε μέρα.
Όταν αποφυλακίστηκα έφυγα από την Τουρκία. Πήγα Σουηδία όμως δεν αντέχω τόσο πολύ κρύο και τόσο λίγο φως. Έτσι γύρισα στην Ελλάδα, Αλεξανδρούπολη, Κοζάνη, Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Δράμα… Κάποτε οι προπάπποι μου από την μεριά της μητέρας μου, ζούσαν στη Δράμα και στην ανταλλαγή πληθυσμών μεταφέρθηκαν στην Μικρά Ασία, στην Ανατολία. Έπειτα κατέβηκα προς Νότο, ψάχνοντας δουλειά σε ένα τουριστικό θέρετρο, όμως η επιδημία έκλεισε προληπτικά όλα τα μαγαζιά και έμεινα πάλι χωρίς δουλειά…
Οι άνθρωποι φοβούνται να με πλησιάσουν, κάποιοι με κοιτούν με απαξιωτικό τρόπο, νομίζουν πως είμαι άρρωστος ή τρελός, όμως τίποτα από αυτά δεν συμβαίνει. Μία φορά κοιμόμουν σε ένα πάρκο και κάποιος προσπάθησε να μου σπάσει το κεφάλι με μία πέτρα. Γιατί τόσο μίσος; Εγώ δεν θα μπορούσα ποτέ να βλάψω κάποιον. Είμαστε όλοι αδέρφια».
«Πρέπει κάπου να μείνεις τα κρύα βράδια για να μην αρρωστήσεις. Προσπάθησες να ζητήσεις βοήθεια;» του είπα.
«Αρχικά, προσπάθησα να μείνω σε ένα αυτοδιαχειριζόμενο στέκι, ωστόσο δεν μου ταίριαζε αυτή η νοοτροπία. Κάθε απόγευμα στις 5 είχαν συνάντηση και μου έλεγαν ότι πρέπει να συμμετέχω, γιατί έτσι κάνουν αυτοί. Όμως εγώ δεν το καταλαβαίνω αυτό. Τι ιδεολογία είναι αυτή που είσαι υποχρεωμένος να συμμετέχεις σε κάτι; Κι έτσι έφυγα.
Μετά ζήτησα βοήθεια, ένα πιάτο φαγητό από τα συσσίτια της εκκλησίας. Όμως δεν με δέχθηκαν. Είχε τελειώσει, είπαν. Τους παρακάλεσα, τους είπα πως πεινάω. Τότε είδα έναν ηλικιωμένο παπά και του είπα “ παπά, ο Χριστός δεν έλεγε αυτά. Κι από εκεί ψηλά όλα τα βλέπει..''. Κι εκείνος έσκυψε το κεφάλι κι μπήκε βιαστικά μες την εκκλησία.
Έπειτα βρήκα έναν πεταμένο καναπέ έξω από ένα εγκαταλελειμμένο, άδειο σπίτι κοντά στην παραλία. Και κοιμόμουνα εκεί με ήλιο και βροχή. Όμως η Αστυνομία, μετά από κλήση του ιδιοκτήτη, με έδιωξε έξω από άδειο οίκημα και με πήγε στην… Ψυχιατρική κλινική του Νοσοκομείου για λίγες μέρες, γιατί κάποιοι έλεγαν πως μοιάζω με… τρελό που κοιμάται στους δρόμους. Τους έλεγα πως δεν είμαι τρελός μα κανείς δεν με άκουγε. Με κοίταζαν με ένα ψυχρό βλέμμα και μου έλεγαν πως αυτό πρέπει να γίνει. Όλοι μου μιλούσαν με ενα απόμακρο ύφος. Σαν να είμαι ένα άλλο είδος ανθρώπου.
Σαν να γεννήθηκα έτσι, σαν να μην μπορεί κανένας να έρθει ποτέ στην θέση μου.
Στην Ψυχιατρική κλινική, καθώς περίμενα να περάσουν οι μέρες, γνώρισα κάποιον ντόπιο που μου υποσχέθηκε μια δουλειά με λίγα λεφτά στο “τσιφλίκι” του. Όπως κι έγινε. Προσωρινά ήμουν ευτυχισμένος, γιατί αν και δούλευα σκληρά όλη μέρα για πολλές ώρες, είχα δουλειά και μπορούσα να ζήσω. Ώσπου ο άνθρωπος αυτός που ήθελε να με βοηθήσει άρχισε να φέρεται αυταρχικά.
“Ε, “Ερντογάν”…” μου φώναζε, κάνε αυτό αμέσως, ακούς τι σου είπα, εγώ είμαι το αφεντικό”.
Δεν με ένοιαζε πως δούλευα τόσες ώρες για λίγα ευρώ, πραγματικά δεν ήταν αυτό που με πείραξε. Αυτό που με πείραζε ήταν ότι με φώναζε “Ερντογάν”. Με φώναζε με το όνομα αυτού που μου διέλυσε την ζωή. Δεν είχε καταλάβει τίποτα…»
«Τι θα μπορούσε να σε κάνει ευτυχισμένο;» ρώτησα.
«Δεν ξέρω…Έχω κουραστεί τόσο πολύ. Δεν μου αρέσει αυτός ο τρόπος που ζω. Έξω, μόνος μες τους δρόμους, χωρίς φαγητό, χωρίς έναν άνθρωπο να μιλήσω. Πολλές φορές προσεύχομαι και λέω “Βοήθησε με, θεέ μου, αλλιώς πάρε με από εδώ”.
Εγώ το μόνο που θέλω είναι μια δουλειά, σε ένα εστιατόριο ή οπουδήποτε, λίγα χρήματα, ένα μικρό δωμάτιο για να ζω. Να γράφω και να ακούω μουσική. Αυτά μου φτάνουν. Ζώντας στο δρόμο γνώρισα και την καλοσύνη των ξένων, πως υπάρχει ανθρωπιά μακρυά από εθνικότητες και θρησκείες. Κι αυτή την καλοσύνη την βρήκα σε νέους ανθρώπους που προσπαθούσαν να με βοηθήσουν με όλη τους την καρδιά και το έκαναν με πραγματική αγάπη».
Πράγματι, όση ώρα μιλούσαμε ένα ζευγάρι νέων του έφερε μια τσάντα με τρόφιμα ενώ μια άλλη κυρία του άφησε ένα…ψάρι για να το μαγειρέψει ο ίδιος. Έπειτα ένας νεαρός του άφησε δυο βιβλία με λίγα χρήματα μέσα για το ταξίδι του.
Κι εκείνος βάζοντας το χέρι στην καρδιά τους ευχαριστούσε εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη του: “Ευχαριστώ πολύ, σας φιλώ το χέρι”.
Δίπλα του λιάζονταν ένα αδέσποτο σκυλί, το οποίο του κρατούσε συντροφιά. «Ο Kirli είναι ο καλύτερος μου φίλος. Με καταλαβαίνει, είναι συνεχώς δίπλα μου και δεν ζητά τίποτα παρά ένα χάδι» μου είπε δείχνοντας τον.
Σκέφτηκα πως ξέρουν και οι δυο καλά από εγκατάλειψη και πως είναι να ζεις μόνος στο δρόμο…
Λίγο πριν φύγω μου είπε:«Σε ευχαριστώ που με άκουσες. Και μόνο που έμεινες τόση ώρα και μπόρεσα να μιλήσω επιτέλους με έναν άνθρωπο, είναι τόσο σημαντικό. Μια ευγενική κουβέντα και ένα χαμόγελο είναι αρκετά για μένα».
«Θα ξανά έρθω, του απάντησα. Μην χάνεις το κουράγιο σου. Κάτι καλύτερο μπορεί να συμβεί».
«Ναι, να ξανά έρθεις. Σε ευχαριστώ…»
Καθώς έφευγα, τον άκουσα να φωνάζει το όνομά μου:
«Περίμενε λίγο… Αυτό είναι για σένα…» είπε και έβαλε στα χέρια μου ένα κόκκινο, μεταξωτό μαντήλι με λουλούδια.
«Είναι το μόνο που έχω. Σε ευχαριστώ. Να πας στο καλό… Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ…»
Την επόμενη μέρα είχε φύγει για άλλο ταξίδι. Η σκηνή του ήταν άδεια και πάνω στον καναπέ είχε γράψει το όνομά του και το όνομα του πιο πιστού του φίλου “Erhan”- “Kirli”. Δίπλα, μες το αυτοσχέδιο βάζο παρέμεναν τα λουλούδια και μια ζωγραφιά με τη λέξη “ευχαριστώ” και ένα χαμόγελο.
Artwork & photos by CHARACTERS