Εξόδιος

8
2462

 

Ενενήντα τριών ήτανε η μακαρίτισσα. 
Καλοζωισμένη, με τα παιδόγγονά της, τώρα στα ύστερά της είχε καταπέσει λιγάκι• κάνα δυο χρόνια, μη φανταστείς, και χρειαζότανε συνδρομή ακόμα και για τα στοιχειώδη.Και ξέρεις τι λένε σ’ αυτές  τις περιπτώσεις. «Μακάρι να φτάσουμε τα χρόνια της», «την έζησε τη ζωή της», «ξεκουράστηκε πια η καημένη», «σα φτάνει ο άνθρωπος να μην εξυπηρετείται, καλό είναι να φεύγει». Κόσμο πολύ είχε στην εκκλησία. Την αγαπούσανε οι άνθρωποι, γλυκομίλητη και φρόνιμη ήτανε σ’ όλο της το βίο, κακιά κουβέντα δε βρέθηκε να πει ποτέ κανένας για ελόγου της. 

Ξεκίνησε ο παπάς την εξόδιο, έπνιγε πού και πού κανένα δάκρυ το συγγενολόι, παρηγορούσανε οι μαυροφορεμένες, πιάσανε την ψιλοκουβέντα οι άντρες στο περιαύλιο, δεν ήτανε δα και πολύ βαρύ το πένθος. 
Ενενήντα τριών η μακαρίτισσα, από μέρα σε μέρα την περιμέναμε.
 

Όμως γι’ αυτόν, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είχε σημασία.

Καθηλωμένος από μήνες στο καρότσι του, κύλισε τώρα ίσαμε την πλαϊνή πόρτα της εκκλησιάς και βλέπει όλη του τη ζήση να κείτεται άψυχη παρέκει. Τρέχουνε τα κατακόκκινα μάτια του, στερεύουνε οι λέξεις απ’ το στόμα του, σφαλίζουνε τ’ αυτιά του στις πονετικές κουβέντες των ανθρώπων. Μηχανικά σηκώνει το χέρι του στη χαιρετούρα• θαρρείς το βλέμμα του πως ταξιδεύει κιόλας σ’ έναν κόσμο αλαργινό, αναζητώντας εκείνο το μοναδικό ζευγάρι μάτια απ’ όλα μες στην εκκλησιά που πια δεν είναι μπορετό να τον κοιτάξει. 

Αναθυμάται τον τελευταίο τους καιρό, σιμά σιμά στα ντιβανάκια τους στο σαλονάκι, να καλαμπουρίζουνε για το ποιος θα φύγει πρώτος.
Και να που τώρα αυτός έμεινε πίσω. 
Κι αυτή, δε θα γυρίσει σπίτι απόψε, για πρώτη φορά μετά από εβδομήντα χρόνια.
Και κάθε που θα στρέφει το βλέμμα του, θα είναι αδειανό το διπλανό το προσκεφάλι.
Μετά από εβδομήντα χρόνια.
Ξέρεις τι πάει να πει εβδομήντα χρόνια;

Η μόνη σκέψη που θα τον κρατά, θα ‘ναι πως δε μπορεί, σήμερα-αύριο, θα πάει κι αυτός να πλαγιάσει σιμά της• πως δε θα κρατήσει για πολύ ετούτη η πνιγηρή μοναξιά.
Η μόνη σκέψη που θα τον κρατά και θα τον αποδιώχνει. 

Τελείωσε η εξόδιος, συλλυπηθήκαν κι οι τελευταίοι παρευρισκόμενοι, κεραστήκανε το αμυγδαλωτό τους και τράβηξε ο καθείς στο δρόμο του.
Μα αυτός απόμεινε μετέωρος και δίχως δρόμο να τραβήξει.

MEDIA

Video
Sound file

Συλλογές

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση