Το Εργοστάσιο Φωταερίου χαρακτηρίζοταν από μια ιδιαιτερότητα,
η οποία επέδρασε καταλυτικά στη διαμόρφωση της εργασιακής εμπειρίας: ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός της γραμμής παραγωγής σταμάτησε περίπου στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, γεγονός το οποίο είχε ως αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι να συνεχίσουν ως το 1984 να δουλεύουν σε συνθήκες εργασίας που αναλογούσαν σε παλαιότερες περιόδους. Η καταγραφή και η ανάδειξη αυτής της εμπειρίες αποτέλεσε μία από τις κεντρικές προτεραιότητες της έρευνας. Οι πληροφορητές ανήκαν και στα δύο φύλα, σε διαφορετικές ηλικιακές ομάδες και προέρχονταν από τα περισσότερα στρώματα της εσωτερικής ιεραρχίας του εργοστασίου.
Λόγω των απαιτητικών συνθηκών εργασίας, το εργατικό προσωπικό αποτελούνταν σταθερά από άνδρες. Οι λίγες γυναίκες που απασχολούνταν στα γραφεία της διοίκησης εργάζονταν είτε ως δακτυλογράφοι, είτε ως καθαρίστριες. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 προσελήφθησαν στη Δημοτική Επιχείρηση Φωταερίου Αθηνών οι πρώτες γυναίκες χημικοί, οι οποίες ανήκαν, βέβαια, στην ανώτερη κλίμακα της ιεραρχίας. Ακολουθεί απόσπασμα συνέντευξης της Χ.Τ. μηχανικού και υπεύθυνης παραγωγής του Εργοστασίου:
"Οι γκαζιέρηδες… γίνονταν αγνώριστοι μετά την δουλειά. Κατέβαινα, τους έβλεπα [στους χώρους εργασίας και τους αποκαλούσα με τα ονόματα τους] μαστρο-Γιώργη, μαστρο-Νίκο. Όταν σχολούσαν και έμπαιναν στο γραφείο μου, εγώ δεν τους γνώριζα. Τόσο πολύ άλλαζαν. Πριν φύγουν, όλοι περνούσαν απαραιτήτως από τα λουτρά. Έκαναν το μπάνιο τους, έβαζαν το κουστούμι τους, τη γραβάτα τους, τη μπριγιαντίνη τους, τα αρώματά τους, το σκαρπίνι τους. Η ανάγκη του μπάνιου ήταν πολύ έντονη, γιατί οι μυρωδιές στο εργοστάσιο ήταν τρομερές."
Οι εργαζόμενοι προσλαμβάνονταν στο Εργοστάσιο Φωταερίου και μέσα από οικογενειακά και συγγενικά δίκτυα, με αποτέλεσμα σε ορισμένες περιπτώσεις μέλη της ίδιας οικογένειας να προσλαμβάνονται διαδοχικά σε βάθος δεκαετιών. Ο Χ.Η. ανέσυρε τις παιδικές του αναμνήσεις για τον πατέρα του, που εργαζόταν στο Εργοστάσιο:
"Σαν παιδί είχα πεισμώσει πραγματικά μέσα μου κι έλεγα ότι θα ξεφύγω. Δε θα ακολουθήσω αυτό που κάνει ο πατέρας μου. Όταν δούλευε [νυχτερινή] βάρδια, σε συζητήσεις που κάναμε, εγώ, ο αδελφός μου και η μάνα μου, πάντα ο φόβος της μάνας μου ήταν να μην αρρωστήσει από την όλη ατμόσφαιρα ο πατέρας μου, γιατί το ’χε δει στις θείες μου, το ’χε δει στους φίλους μας, στους φίλους του πατέρα μου, που χανόντουσαν σιγά-σιγά. Μαζευόμασταν στις γιορτές και η ευχή τους ήταν να ξαναβρεθούμε του χρόνου εδώ, όλοι μαζί. Δεν υπήρχε περίπτωση μέσα στη χρονιά να μη χάσεις κάποιο αγαπημένο πρόσωπο."
Ήδη από τις πρώτες δεκαετίες λειτουργίας της μονάδας φωταερίου, η επιβλητική παρουσία της στην αραιοκατοικημένη αυτή πλευρά της πόλης επηρέασε και διαμόρφωσε τον οικισμό, που δημιουργήθηκε περιφερειακά του Εργοστασίου και ο οποίος ονομάστηκε Γκαζοχώρι. Η γειτονιά αυτή αποτέλεσε την πρώτη βιομηχανική συνοικία της Αθήνας και σύντομα συγκέντρωσε αρκετά από τα κοινωνικά χαρακτηριστικά που αποδίδονταν στις αντίστοιχες συνοικίες του Λονδίνου του 19ου αιώνα. Οι παράλληλοι βίοι του Εργοστασίου και των περιοίκων κατέστησαν απαραίτητη τη διεξαγωγή συνεντεύξεων και με κατοίκους της περιοχής.
Στη Βρετανία του 19ου αιώνα οι γιατροί συνιστούσαν σε ασθενείς με χρόνιες παθήσεις να επισκέπτονται εργοστάσια φωταερίου για εισπνοές, καθώς οι δηλητηριώδεις ιδιότητες του αερίου θεωρούνταν θεραπευτικές. Αντίστοιχα, στο Γκαζοχώρι οι κάτοικοι συνόδευαν τα παιδιά που έπασχαν από κοκίτη και ασθένειες του αναπνευστικού, ως τη βάση των φουγάρων για να εισπνεύσουν τις «θεραπευτικές» αναθυμιάσεις του κωκ. Στο επόμενο απόσπασμα η Ε.Β. περιγράφει την εμπειρία της από την δεκαετία του 1960:
"Όταν με έπιαναν τα βρογχικά η μητέρα μου έβραζε ευκάλυπτο όλη μέρα και όλη νύχτα για να είναι [κατάλληλη] η ατμόσφαιρα για να κοιμηθώ. Όταν, λοιπόν, ξεκινούσαν τα βρογχικά, μου έβαζε μια μάλλινη φανέλα του μπαμπά, έβαζε και οινόπνευμα στο στήθος για να με προφυλάξει και τσαφ τσουφ το δρόμο, κάναμε το οδοιπορικό μας και φτάναμε στο Γκάζι. Με έβαζε, λοιπόν, στην καμινάδα [του Εργοστασίου Φωταερίου], όπου υπήρχε σαν πορτούλα κάτι [και μου έλεγε]να το εισπνεύσω, γιατί θα μου έκανε καλό στα βρογχικά. Κι όταν έπαθα και κοκίτη, δρόμο πήραμε, δρόμο αφήσαμε και πήγαμε στο Γκάζι πάλι. Αυτό όμως γινόταν με όλες τις μανάδες."
Τη δεκαετία του 1960 η πληθυσμιακή σύσταση της γειτονιάς άλλαξε με την σταδιακή εγκατάσταση οικογενειών από την μουσουλμανική κοινότητα της Δυτικής Θράκης. Την ίδια περίοδο οι τοπικοί, εξωραϊστικοί και πολιτιστικοί σύλλογοι διεκδίκησαν συστηματικά το κλείσιμο και την απομάκρυνση της μονάδας φωταερίου. Μία κάτοικος, η Ζ.Ρ., αφηγήθηκε την προσωπική εμπειρία της από εκείνη την δεκαετία, όταν ως παιδί αντίκρισε για πρώτη φορά γυναίκες από την μουσουλμανική κοινότητα:
‘’Φαίνεται ότι η περιοχή είχε γίνει πόλος έλξης για πάρα πολλούς ανθρώπους, οι οποίοι ήρθαν ως εσωτερικοί, οικονομικοί μετανάστες. Είχαν αρχίσει να εγκαθίστανται γύρω από το Γκάζι οι Πομάκοι. Αυτό ήταν για μας αλλαγή, γιατί ξαφνικά αρχίσαμε να βλέπουμε τις γυναίκες με τις φουφούλες. Είχαμε μια περιέργεια για το πώς είναι αυτοί οι άνθρωποι. Χαρακτηρίζονταν από υπερβολική καθαριότητα. Μέχρι και το τσιμέντο στις αυλές έβαφαν χρωματιστό κι ήταν μαγεία τα σπίτια τους.’’
Από τον 19ο αιώνα ως τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, το Γκαζοχώρι λειτουργούσε ως πύλη υποδοχής νεοεισερχόμενων μεταναστών. Μέσα από τις μνήμες της πληροφορήτριας καταγράφεται η εμπειρία της αλλαγής του πολιτισμικού χάρτη της συνοικίας. Αρκετοί πληροφορητές θυμήθηκαν επαγγέλματα, όπως του γαλακτοπώλη, της μαίας και της μοδίστρας, τα οποία τότε αποτελούσαν μέρος της καθημερινότητάς τους και έχουν σήμερα εκλείψει.
*Του ιστορικού- ερευνητή, υπ. Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Γιάννη Στογιαννίδη, από το βιβλίο ‘’Η προφορική ιστορία στα Μουσεία και στην Εκπαίδευση’’