Η ιστορία του τζιν

2
3253

Η ιστορία του τζιν -ενός κατεξοχήν αμερικάνικου ενδύματος- είναι περίπου τόσο παλιά, όσο κι αυτή της ίδιας της Αμερικής. Από μία εκδοχή του συγκεκριμένου υφάσματος ήταν κατασκευασμένα τα πανιά στις καραβέλες Νίνα, Πίντα και Σάντα Μαρία, με τις οποίες έφτασε το 1492 στον Νέο Κόσμο ο Χριστόφορος Κολόμβος.

Περίπου τρεισήμισι αιώνες αργότερα, το 1850, ένας 20χρονος Βαυαρός μετανάστης, ο Λιβάϊ Στρως (Levi Strauss), ξεκίνησε από τη Νέα Υόρκη για την Καλιφόρνια, ακολουθώντας το ρεύμα των χρυσοθήρων. Πωλούσε το ανθεκτικό καραβόπανο, που είχε χρησιμοποιήσει ο Κολόμβος, για την κατασκευή σκηνών και σκεπάστρων για τα βαγονέτα. Αυτό που χρειάζονταν, όμως, περισσότερο οι χρυσοθήρες ήταν ρούχα που να αντέχουν στις δοκιμασίες της Άγριας Δύσης. Έτσι, ο Στρως σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει το ύφασμά του για να φτιάξει ανθεκτικά παντελόνια. Τα παρουσίασε στις 6 Ιουνίου 1850 κι έγιναν ανάρπαστα. Λόγω της γενοβέζικης καταγωγής τους -τζένοαν για τους αμερικανούς- ονομάστηκαν τζινς.

Σύντομα, όμως, οι χρυσοθήρες άρχισαν να διαμαρτύρονται ότι το σκληρό καραβόπανο τους προκαλούσε διάφορους ερεθισμούς. Για το λόγο αυτό, ο Στρως αποφάσισε να αντικαταστήσει το ύφασμα με ένα γαλλικό βαμβακερό, διαγώνιας ύφανσης, το οποίο ονομαζόταν Serge de Nimes κι έγινε γνωστό ως ντένιμ – δίμιτο στα ελληνικά.

Ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι εργάτες στα ορυχεία ήταν ότι οι τσέπες τους σκίζονταν εύκολα. Τη λύση σκέφτηκε ένας πελάτης του Στρως, ο Τζέικομπ Ντέιβις, όταν η σύζυγος ενός εργάτη του παρήγγειλε να φτιάξει ένα παντελόνι για τον άντρα της, που να  μην σκίζεται. Η ιδέα που σκέφτηκε δεν ήταν άλλη από τις μεταλλικές κόπιτσες που φέρουν και τα σημερινά τζινς. Όμως, δεν διέθετε τα απαραίτητα χρήματα για να κατοχυρώσει την ιδέα του. Πρότεινε, λοιπόν, στον Λιβάϊ Στρως να πληρώσει εκείνος για την πατέντα και να μοιραστούν τα κέρδη από την εμπορική εκμετάλλευσή της. Το πρώτο παντελόνι με κόπιτσες πωλήθηκε στις 20 Μαΐου του 1874, στην τιμή των 13 δολαρίων η δωδεκάδα.

Τα πρώτα τζιν, έως τις αρχές του 1860, ήταν μπεζ, αλλά ήδη είχαν τον κωδικό 501. Τότε ήταν που κυριάρχησε το μπλε, καθώς είναι το χρώμα που λερώνεται λιγότερο. Η δερμάτινη ετικέτα, που απεικονίζει δύο άλογα να τραβούν ένα τζιν, προστέθηκε στο πίσω μέρος του παντελονιού το 1886. Η εταιρία Levi Strauss & Co, η οποία είχε ιδρυθεί από το 1853, χρησιμοποίησε αυτή την παράσταση για να διαφημίσει την ανθεκτικότητα των προϊόντων της.

Μέχρι τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο το τζιν παρέμεινε ένα ρούχο εργασίας. Στη δεκαετία του '50 η εξέγερση των νέων ενάντια στον κοινωνικό κομφορμισμό έφερε τη μαζική εξάπλωσή του. Μία έρευνα το 1958 στις Η.Π.Α. αποκάλυπτε ότι το 90% των νέων φορούσε το τζιν σε όλες τις περιστάσεις. Ανάλογη πορεία ακολούθησε και στην Ευρώπη, ενώ το 1970 αποτέλεσε τη νέα πρόταση στις παριζιάνικες πασαρέλες από τον Γάλλο σχεδιαστή μόδας Υβ Σεν Λοράν.

Ο Λίβαϊ Στρως πέθανε σε ηλικία 73 ετών στο Σαν Φρανσίσκο. Μη έχοντας απογόνους, άφησε την επιχείρησή του εξίσου στους 4 ανιψιούς του, τον Τζέικομπ, τον Σίγκμουντ, τον Λούις και τον `Ειμπραχαμ Στερν, γιους της αδελφής του Φάννυ και του συζύγου της, Ντέιβιντ Στερν. Επίσης, άφησε κληροδοτήματα σε φιλανθρωπικά ιδρύματα, όπως το Pacific Hebrew Orphan Asylum και το Roman Catholic Orphan Asylum. Η συνολική περιουσία του την εποχή του θανάτου του εκτιμήθηκε στα 6 εκατομμύρια δολάρια περίπου, ή περί τα 122 εκατομμύρια ευρώ σε σημερινές  τιμές. Η ταφή του Λιβάϊ Στρως έγινε στο Κόλμα της Καλιφόρνια. Σήμερα, ένα μουσείο αφιερωμένο στον Στρως υπάρχει στη γενέτειρά του, το Μπούτενχαϊμ της Γερμανίας, στο σπίτι όπου γεννήθηκε.


Πηγή:  levistrauss.com, σαν σήμερα, βικιπαίδεια

MEDIA

Video
Sound file

Συλλογές

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση