Junkie

11
4173

 

«Ποιά είναι η πιο παλιά σου ανάμνηση από παιδί;»

«Δεν θυμάμαι. Η παρέα μου. Πηγαίναμε βόλτες.»

Δεν ξέρω γιατί είναι τόσο γοητευτικός ο κόσμος τους. Είναι μάλλον το αποτέλεσμα μιας έξυπνης στρατηγικής μέσα από τα περιοδικά και τις ταινίες, που παρουσιάζουν μια γοητευτική παρακμή στην οποία θέλεις να συμμετέχεις.

Αλλά τίποτα χαριτωμένο δεν υπήρχε στην παρακμή. Η πραγματικότητα είναι ένα σκληρό χαστούκι στο μύθο. Άσχημα σπίτια, άσχημο επίπεδο ζωής. Βρωμιά και αρρώστια την ημέρα, που μασκαρευόταν το βράδυ σε λάμψη, τόσο ψεύτικη, που φαινόταν ξεκάθαρα– σαν σκιάχτρο ντυμένο με ασημένιες κορδέλες και λαμπερά σκουπιδάκια. Απλώς αρνούνταν να το δουν.

Τον κοίταξα. Στην πρώτη μας συνάντηση είχα νιώσει λίγο θαυμασμό. Λίγο φόβο. Είπα πως αυτός θα τα παρατήσει. Φοβόμουν ότι θα ματαιωθώ για άλλη μια φορά και για κάποιο λόγο- ίσως αυτοεκπληρούμενη προφητεία, τον είχα βγάλει καμένο χαρτί. Αλλά δεν ήταν ακριβώς αυτό. Υπήρχε λίγη ζωή μέσα του, ίσα – ίσα για να περιφέρει το σώμα του από δω και από κει, ώσπου να το ρίξει στην καρέκλα απέναντι μου.

 «Θα μου πεις γι' αυτό;»
«Όχι.» 

Κοιτάζει τα χέρια του την περισσότερη ώρα, τα νύχια του δαγκωμένα μέχρι το κόκκαλο σχεδόν. Σημάδια ενός ανθρώπου υπό πίεση. Το άγχος και η θλίψη έχουν τη δική τους γλώσσα, μια γλώσσα που μιλούν οι άνθρωποι ακόμα και χωρίς να κινούν τα χείλη τους. Μια γλώσσα του σώματος.

Κάθεται στην καρέκλα μαζεμένος στον εαυτό του, ένα ανθρώπινο κουβάρι, που αμίλητο κοιτάζει τις γραμμές στην παλάμη του. Ποιά είναι η γραμμή της ζωής;

– Θέλεις να μου πεις κάτι άλλο;
– Όχι.
– Γιατί ήρθες εδώ σήμερα;
– Έτσι μου είπαν να κάνω.
– Ποιός;
– Η αστυνομία.
– Δεν ήθελες να είσαι εδώ;
– Όχι.
– Πού ήθελες να είσαι;

Με κοιτάζει επιτέλους. Το πρόσωπο του είναι μια μαύρη τρύπα που σε τραβάει μέσα της. Μοιάζει απεγνωσμένα απελπισμένο. Βλέπω τη δυσπιστία του. Δεν ξέρω τι είχε στο μυαλό του ότι θα τον ρωτούσα.

– Στην παραλία.» απαντά. Τον αφήνω και σε λίγο προσθέτει κάτι. «Υπάρχει μια παραλία στην Καλιφόρνια, πολύ μεγάλη. Είναι όλη ήλιο.
– Έχεις πάει ποτέ;
– Όχι. Θέλω να πάω.

Κι εγώ θα ήθελα φιλαράκο. Αλλά υποθέτω ότι έχουμε κολλήσει εδώ μέχρι να τελειώσει η θεραπεία σου. Που δεν είναι κάτι για το όποιο πρέπει να ντρέπεσαι. Είναι σίγουρα πιο ζεστό και πιο ασφαλές από το δρόμο.

«Τι σκέπτεσαι τώρα;»

Δεν απαντά. Με σκυμμένο το κεφάλι ασχολείται με μια από τις πιέτες στο ρούχο που φοράει. Δεν ξέρω αν είναι στεναχωρημένος ή θυμωμένος ή απλώς αδιάφορος για μένα.

– Φοβάσαι;
– Ναι
– Ποιό πράγμα;
– Εσένα, λέει.
– Γιατί;

Η απάντηση είναι πίσω από τα χείλη του, μπορώ σχεδόν να τη δω. Του δίνω χρόνο να το εκφράσει.

– Είσαι το τέλος των πραγμάτων όπως τα ξέραμε.
– Η αρχή ποιά ήταν;
– Ο φόβος.» λέει. Ξανά σιωπή. Ύστερα προσθέτει. «Η μοναξιά.

– Αυτή δεν είναι η αρχή των πάντων; Ο Θεός δεν ήταν μόνος πριν δημιουργήσει τον κόσμο;
– Θα είσαι ασφαλής. Εγώ θα είμαι δίπλα σου.
– Τίποτα δε μένει για πάντα, είπε. «Έχεις οικογένεια. Άλλους που σε χρειάζονται περισσότερο από μένα.»

Πάντα με ξάφνιαζε όταν έβρισκα ψήγματα ευαισθησίας μέσα σ' αυτούς τους ανθρώπους. Στην αρχή η προκατάληψη μου έβαζε παρωπίδες. Πίστευα ότι κάποιος που έκανε κάτι τέτοιο στον εαυτό του δεν μπορούσε να έχει καλά συναισθήματα, παρά μόνο αισχρά σκουλήκια αυτολύπησης και μίσους για τον ίδιο και τους άλλους. Αλλά δουλεύοντας μάθαινα. 

Οι τοξικομανείς έρχονταν εδώ γιατί το μέσα τους είχε επαναστατήσει πια εναντίον της ζωής τους. Έτσι κι αυτός. Ήθελε ν' αλλάξει, να πάψει πια να πονάει, γιατί τι άλλο ήταν τα ναρκωτικά πέρα από ένα νανούρισμα για τον ψυχικό πόνο. 

Δεν απάντησε σε καμία άλλη ερώτηση. Δεν τον πίεσα. Η ώρα θα ερχόταν μόνη της. Και ποιός ξέρει τι έμελλε ν' ακούσω.

MEDIA

Video
Sound file

Συλλογές

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση