«Είμαι…»
«Από μικρό παιδί οτιδήποτε καλλιτεχνικό με αναστάτωνε, κι όλα μου έφερναν μνήμες. Άμα με πήγαιναν στο σινεμά είχα την αίσθηση ότι αυτό που έβλεπα το είχα κάνει. Όταν χορεύανε πίστευα ότι κι εγώ είχα χορέψει έτσι, ότι αυτό το είχα ζήσει…Αλλά από μικρή ήμουν αδύναμη. Είχα από μικρή αναιμία. Αμοιβάδες, μια καινούργια αρρώστια τότε, που άργησα να ανακαλύψω. Είχα τραφεί άσχημα. Στην Κατοχή έκανα μπαλέτο τρεφόμενη με τα ελάχιστα που είχαμε τότε. Έζησα και σε κακή εποχή. Δεν είχαμε λεφτά. Έλεγα, τα πρώτα λεφτά που θα βγάλω θα τα δώσω να πάρω βιβλία. Κι αυτό έκανα.
Η υγεία μου έχει παίξει μεγάλο ρόλο στην απόδοσή μου. Ποτέ δεν ήμουν καλά. Όμως πεισμάτωνα. Παρά την αναιμία κατάφερνα κι έκανα μπαλέτο. Κολυμπούσα και ήμουν η τελευταία που έβγαινε από το νερό, αλλά ποτέ δεν είχα ευεξία. Μόνο μία φορά έχω νιώσει το πώς αισθάνεται ο φυσιολογικός άνθρωπος. Είχα πάρει ένα φάρμακο, κάποιο δυναμωτικό. Έμεινα κατάπληκτη με το πόσο καλά με έκανε να αισθάνομαι. Απόρησα. Μπα! Δηλαδή τα άλλα παιδιά έτσι ξυπνάνε κάθε μέρα; Τόσο καλά; …Το μόνο που με δραστηριοποιεί είναι ο ενθουσιασμός για κάτι. Αν δεν ενθουσιαστώ δεν κάνω τίποτα. Δεν μπορώ!
Ο Χαρακτήρας
Ο άνθρωπος είναι ένας τέλειος κομπιούτερ. Για να σου αποδώσει το ταλέντο πρέπει να συντρέξουν τόσα πράγματα. Να συμπέσουν τόσα. Άπειρα. Να μην έχεις φάει τούμπες, να μην έχεις σπάσει τα μούτρα σου, γιατί αυτό θα σου αφήσει σημάδι. Ελάττωμα. …Κι ο χαρακτήρας. Τι ρόλο παίζει κι αυτός στο ταλέντο, στο μυαλό, στις πράξεις, στον τρόπο που κάνεις κάτι. Ο χαρακτήρας. Και τι θα πει χαρακτήρας; Πόσες συμπτώσεις πάλι για να φτιαχτεί. Αν μελετήσεις τον δικό μου θα σου στρίψει. Έχει τόσα πολλά, είναι τόσο περίπλοκος που απορώ πώς χωράει μέσα μου. Τόσα διαφορετικά χαρακτηριστικά, τόσο αλλιώτικα, γνήσια! Απορώ. Πώς χωράνε σε ένα τόσο λιγοστό κορμί; Κι είναι όλα μόνιμα εκεί, σταθερά. Κάποτε, κάτι εκφράζεται για μια στιγμή κι ύστερα φεύγει. Θα ξανάρθει. Δεν μπορείς να το αποβάλλεις, είναι μέρος σου, μέρος του χαρακτήρα σου.
Το Θέατρο
«Ήμουν τότε δεκάξι, έπρεπε να είμαι δεκαοχτώ κι έμοιαζα δώδεκα… Ήδη ο Τάσος με είχε βαφτίσει Λαμπέτη, ένα ψευδώνυμο που είχε και ο ίδιος. Με άφησε λοιπόν, εκείνη την ημέρα των εξετάσεων, στη σχολή της Κοτοπούλη, εκεί, στη Φειδίου, έξω στον δρόμο, την ώρα που χρειαζόμουν όσο ποτέ την συμπαράστασή του, και είπε «πήγαινε εσύ, εγώ θα πεταχτώ να πάρω το συσσίτιο και ώσπου να ‘ρθει η σειρά σου θα έχω γυρίσει». Ήταν Κατοχή, τέλος του ’41. Όμως δεν γύρισε εγκαίρως. Βρέθηκα λοιπόν εγώ πάνω στη σκηνή μόνη μου, χωρίς έναν δικό μου άνθρωπο να λέω το ηλίθιο ποίημα που είχα διαλέξει… Τι δουλειά είχα εγώ μ’ αυτό το ποίημα; Γιατί είχα κάνει αυτήν την επιλογή; Μυστήριο! Και φυσικά το ξέχασα στη μέση απ΄την ταραχή μου, συνέβαλε και το ψεύδισμά μου, γιατί δεν μπορούσα να προφέρω σωστά τις δύσκολες λέξεις, το εγκατέλειψα στη μέση. Είπα, με συγχωρείτε πολύ, αλλά… τα γνωστά.
Μια φωνή ακούστηκε: «δεν πειράζει»… Ούτε ξέρω ποιοι ήταν στην Επιτροπή, εγώ θυμάμαι μόνο τη Μαρίκα Κοτοπούλη, δε γνώριζα άλλη από τη δική της φωνή. «Πόσο χρονώ είσαι παιδί μου;» είπε. Αργότερα δήλωνε ότι από τη στιγμή που με πρωτοείδε, είχε πει: «αυτό το κορίτσι είναι γεννημένο Ιουλιέττα»…Ωστόσο με έκοψε κι εκείνη. Η επιτροπή με έκοψε παμψηφεί- έγινα ρεζίλι! Τα είχα τόσο χαμένα, ήμουν τόσο σαστισμένη που όταν έκανα να φύγω δεν θυμόμουν πού είχα αφήσει τη σάκα μου. Κι όταν επιτέλους τη βρήκα, την άρπαξα και το βαλα στα πόδια. Αλλά στις σκάλες συναντάω τον Τάσο που γύριζε από το συσσίτιο. «Πού πας» μου λέει. Του λέω, «…σου φάνηκε πως έχω ταλέντο- δεν έχω. Πάω λοιπόν στο σχολείο και δεν πρόκειται να το σκάσω πια». «Μπα τι λες; Δεν είσαι καλά» μου λέει. «Πάμε πάνω». Και πάμε και βρίσκει τον Κωστή Μπαστιά . Με τα πολλά του Τάσου ο Μπαστιάς πείστηκε. Και το είπε στη Μαρίκα. Εκείνη, έτσι κι αλλιώς, ήταν κατά των εξετάσεων γιατί το ήξερε το θέατρο. «Και δεν την παίρνουμε» λέει «έχει άλλωστε μεγάλο ζήλο». Έτσι με πήρανε.
Κι ήρθε κάποτε η ώρα να δοκιμαστούμε σε ένα αληθινό έργο. Παίζαμε τους «Φοιτητές» του Ξενόπουλου. Μου είχαν δώσει κι εμένα, με πολύ περιφρόνηση, ένα ρόλο. Κι από την πρώτη μου φράση: «Πώς του φαίνεται του κυρίου το δωμάτιο;», κατάλαβα γύρω μου μια ανατριχίλα. Από την σιωπή που “άκουσα’’, κατάλαβα… Κι αμέσως βρέθηκα σαν ψάρι στο νερό. Λέει ο Μπαστιάς στη Κοτοπούλη: «Αυτή είναι μεγάλο ταλέντο». Κι έρχεται εκείνη και με βάζει να το πω πάλι. Κι ύστερα πάλι και πάλι, με έβαζε να το πω σε όλους… Αργότερα με έβαζε να επαναλαμβάνω το ρόλο της Πολυξένης από την Εκάβη, όταν της αναγγέλουν ότι θα πεθάνει, εκείνον τον καταπληκτικό μονόλογο… Κι είπα το κομμάτι κι όλο κλαίγανε. Η Μαρίκα, καθόταν σε μια άκρη της αίθουσας και απολάμβανε. Κι όταν τελείωσα, την άκουσα που είπε σα να μονολογούσε: «Τι είσαι σύ;!»… Κι έπεσαν όλοι επάνω μου και γω έτρεμα απ’ τη συγκίνηση κι εκείνη καμάρωνε.
Με παίρνει λοιπόν παράμερα και μου λέει: «Αύριο στις 11 το πρωί θα είσαι σπίτι μου- θα σου διαβάσω τα γράμματα του Δραγούμη». Η Μαρίκα και ο Δραγούμης ήταν ερωτευμένοι.Και της ήρθε να το πει αυτό σε ένα κοριτσάκι! Ξαφνιάστηκα, όμως από ένστικτο κατάλαβα πως ήταν το μεγαλύτερο κομπλιμέντο που μπορούσε να μου κάνει: να μου εκμυστηρευτεί τα μύχια της.
Δε μου διάβασε ποτέ εκείνα τα γράμματα, ώσπου να πάω στο σπίτι της, το είχε ξεχάσει. Τελικά τα βρήκα εγώ αργότερα και τα διάβασα. Πραγματικά, ο Δραγούμης την αγαπούσε πάρα πολύ. Ήταν μια σοφή γυναίκα – αν και χαμένη κι αυτή – θέλω να πω, δεν είχε αξιοποιήσει απόλυτα το ταλέντο της. Μου είχε πει μερικές κουβέντες, όλες σοφές. Μια φορά την είδα να διαβάζει αστυνομικά μυθιστορήματα και μου είπε: «Κοίτα να μην καταντήσεις ποτέ σαν εμένα. Να μη διαβάζεις τέτοια, δεν πρέπει να είναι αυτά τροφή σου η πνευματική, γιατί τα χρόνια περνάνε».
Ο Έρωτας
Ήταν ένας σπουδαίος φίλος ο Πλωρίτης. Και κοντά σε αυτό ένας χαριτωμένος άνθρωπος, με τα βιβλία του, με την ποίηση του, με τον ωραίο του λόγο. Εκτιμούσα πάρα πολύ τον Μάριο. Ήταν ένας πρώτης τάξεως άνθρωπος και βρισκόμαστε μαζί σε αυτό το ειδικό, που λένε, περιβάλλον. Παντρευτήκαμε τον Αύγουστο του ‘50΄. Ζήσαμε ωραία δυόμισι χρόνια, ώσπου ερωτεύτηκα τον Χορν κι αυτό μας τα χάλασε. Μόλις κάναμε τον θίασο με τον Χορν τον ερωτεύτηκα- αριστούργημα.
Αγαπηθήκαμε. Όταν παίζαμε την Αγαπούλα, είμαστε ερωτευμένοι… Με τον Τάκη ζήσαμε ωραία εφτά χρόνια. Ωραία βέβαια είναι ένας λόγος. Έρωτας με δόντια- τρωγόμαστε κι αγαπιόμαστε, συγχρόνως. Ήταν τότε όταν σμίξαμε που ο Βόκοβιτς είχε πει το περίφημο: «Για να δούμε πώς θα ταιριάζουν οι Βερσαλίες με τα Βίλλια». Δηλαδή ο Χορν με την υψηλή καταγωγή κι εγώ η χωριατοπούλα… Και νομίζω ότι δεν είναι κι άδικο, γιατί η κοινωνική διαφορά μας, η διαφορά αγωγής, επιπέδου, συνηθειών, ήταν μια από τις βαθύτερες αιτίες που τελικά χωρίσαμε. …Θαυμάζαμε ο ένας τον άλλον, είχαμε αμοιβαία εκτίμηση για την δουλειά μας, για το ταλέντο μας. Μας άρεσε αυτή η ζωή, να γυρίζουμε στο σπίτι μαζί, να έχουμε κοινά ενδιαφέροντα. Δεν παντρευτήκαμε αλλά ζήσαμε μαζί εφτά χρόνια. Ερωτευμένοι. Για μένα, μετά από εκείνον τον ανεξήγητο, τον τρανό, τον μεταφυσικό έρωτα μου, ο Χορν ήταν ο πιο μεγάλος. Και όταν χωρίσαμε και δεν τρωγόμαστε πια, τον αγαπούσα ακόμη περισσότερο. Ήταν κι αυτός περίεργος, ερωτιάρης, ρομαντικός…
Τον Φρεντ, τον γνώρισα μέσω του Κακογιάννη. Τον χρησιμοποίησα τον Φρεντ, του χάλασα την καριέρα. Για μένα δεν ήταν παρά ένα μέσο φυγής. Τώρα μετανιώνω που αυτή η περισσότερο ή λιγότερο επιπόλαια κίνησή μου κατέστρεψε τη ζωή αυτού του ανθρώπου. Ο Φρεντ ήταν ερωτευμένος μαζί μου. Με το κάλεσμά μου χώρισε τη γυναίκα του και ήρθε και με βρήκε. Σμίξαμε, παντρευτήκαμε, φύγαμε για την Αμερική- είχα κουραστεί πολύ και ο Φρεντ ήθελε να μου προσφέρει μια ωραία ζωή…Ταξιδέψαμε πολύ σε όλο τον κόσμο… Έκανε για μένα ό,τι μπορούσε.
Η Μητρότητα
Θυμάμαι όταν ήμουν πολύ μικρή, μου λέγανε «πας στο εμπορικό να πάρεις κλωστή;». Κι εγώ έτρεχα από χαρά επειδή η γυναίκα που κράταγε το μαγαζάκι είχε μια ανιψιά έξι μηνών. Η λαχτάρα μου: «θα μ’ αφήσεις να κρατήσω τη μπεμπούλα;». Κι όταν την κρατούσα, πώς να στο πω, ένιωθα σα να κρατούσα τα ιερά και τα όσια. Ήμουν σαν σε έκσταση- τα λάτρευα τα μωρά. Ίσως γι΄ αυτό δεν επιχείρησα να κάνω παιδιά. Γιατί είχα το θέατρο και καταλάβαινα ότι δεν μπορούσα να ανταποκριθώ και στα δύο. Έπρεπε να αφοσιωθώ στο ένα, κι ήταν σίγουρο, πως αν έκανα παιδιά, το θέατρο θα έσβηνε. Το άλλο πρόβλημα ήταν οι άντρες. Οι άντρες με τους οποίους έζησα δεν θέλανε παιδιά. Ο Χορν, ακόμα κι όταν μου έρχονταν φευγαλέα η ιδέα να κάνω παιδί, έπεφτε σε μαύρη μελαγχολία.
Όσο για τη Λίνα, το συμπέρασμα ξέρεις ποιό είναι; Πώς μέσα από αυτήν την ιστορία, εγώ, σαν άνθρωπος χάλασα. Η υπόθεση της Λίνας με σκάρτεψε. Στο ορκίζομαι. Ο αγώνας εκείνος, η λαχτάρα να την κρατήσω, ήταν μια δοκιμασία για το χαρακτήρα μου. Το να πάρεις ένα παιδί από το μάνα του είναι πρόστυχο. …Σακατεύεσαι με αυτά. Τέτοιες ιστορίες δεν έχουν καμιά ευγένεια.
Το Tέλος
Τι περίεργο, – δεν είναι ; – που η αρρώστια μου πήρε πρώτο το ωραιότερο που είχα: Είχα ωραίους ώμους, ωραίο στήθος, τώρα είμαι άδεια, κομμένα όλα. Είχαν ωραία μαλλιά, έτσι μου λέγανε, και τα μαλλιά μου έπεσαν. Έπεφταν, ξέρεις, τούφες ολόκληρες. Αφού στο ξενοδοχείο στη Νέα Υόρκη, τα μάζευα από το κρεβάτι κι από το χαλί γιατί ντρεπόμουν μη τα δει η καμαριέρα. Κι έμεινα για μια περίοδο τελείως φαλακρή. Κοίταξα στον καθρέπτη- στο κάτω κάτω της γραφής, είπα, έχω ένα υπέροχο κρανίο…Και μετά φωνή… Έχασα στο τέλος της φωνή μου, που λέγανε πως ήταν ωραία… Ήταν πάντως το εργαλείο της δουλειάς μου. Τώρα δε μπορώ πια να παίξω. Τέλος.
Το ότι αγαπήθηκα πολύ είναι κάτι. Επίσης το ότι αγάπησα τόσο. Έδωσα και πήρα- it’s a fair game. Δεν αγαπήθηκα χωρίς λόγο, έδωσα ό,τι καλύτερο μπορούσα. Θυμάμαι όταν στις παραστάσεις μου χειροκροτούσαν και χαλούσε ο κόσμος… Ήταν δίκαιο που ενθουσιάζονταν, είχα βάλει αίμα σ’ εκείνες τις δυο ώρες… Πήρα ναι, αλλά πήρα γιατί έδωσα.
Πηγές: Μια προσωπική αφήγηση της Έλλης Λαμπέτη στην Φρίντα Μπιούμπι για την βιογραφία "Η τελευταία παράσταση"