Την παραμονή των γενεθλίων μου η Στέλλα μας ανακοίνωσε ότι θα φύγει από το σπίτι.
Το πρόσωπό της έλαμπε από τη χαρά που της έδινε η καινούρια προοπτική. Η αίτησή της είχε γίνει δεκτή και τα είχε πάει καλά στη συνέντευξη. Τώρα, μετά από αναμονή τεσσάρων εβδομάδων, οι κόποι της είχαν αποφέρει καρπούς. Είχε πάρει τη δουλειά.
«Είναι μερικές ώρες με το τρένο από το Λονδίνο. Αλλά δε νομίζω ότι θα μας πέφτει άσχημα. Θα μπορούμε να κάνουμε και ένα ταξιδάκι στο μεταξύ».
Ήταν ενθουσιασμένη. Λάτρευε την Αγγλία από μικρό παιδί.
Εγώ δεν μίλησα. Δυο πράγματα ήξερα πως ήταν αλήθεια εκείνη τη στιγμή. Ένα, ότι οι πόρτες για το εξωτερικό ήταν για μένα κλειστές, αφού τα χρήματα για μετεγκατάσταση ήταν πολλά κι εγώ άνεργη. Δύο, ότι η Στέλλα μπορούσε να πάει στο μέρος που οι δυο μας ονειρευόμασταν από μικρές, ένας λόγος που μας τράβηξε μαζί όταν γνωριστήκαμε.
Ύστερα ήρθε η κρίση.
Ήμασταν φοιτητές, σε μια φάση που δεν την καταλάβαμε πολύ. Ύστερα έφυγαν τα τέσσερα χρόνια, και η κρίση έμεινε εδώ.
«Δεν ξέρω αν στο είπαν, αλλά δεν μπορούμε να πεταγόμαστε Αγγλία για καφέ», είπε ο Σωτήρης, ο λογικότερος από μας.
Αυτό, φυσικά, δεν ήταν τίποτα για τη Στέλλα που ζούσε ακόμα στον απόηχο του θριάμβου της. Όλα με αυτή τη δουλειά έμοιαζαν τέλεια. Ήταν στον τομέα της, θα είχε μέρος για να μείνει, ασφάλεια και έναν μισθό με τον οποίο θα ζούσε κανονικά. Όλα όσα θα ήθελε ένας άνθρωπος της γενιάς μας που είχε σχέδια για τον εαυτό του πέρα από το δίπολο μεροδούλι-μεροφάι.
«Θα μας αφήσεις εδώ;» ρώτησα τελικά.
«Έλα, μωρέ, ένας χρόνος είναι. Θα περάσει πριν το καταλάβουμε», είπε ο Μάριος.
Έπεσε μια μικρή σιωπή καθώς η Στέλλα άργησε ν’ απαντήσει.
«Συζητήθηκε να μου επεκτείνουν τη σύμβαση μόνιμα», είπε.
Έτσι έκαναν όλοι. Σ’ έβαζαν να υπογράψεις σύμβαση για ένα χρόνο και μετά διάλεγαν εκείνοι αν θα σε κρατούσαν για μόνιμο υπάλληλο. Τις περισσότερες φορές σε άλλαζαν. Αν όμως συνέβαινε, σήμαινε ότι δε θα χρειαζόταν ν’ ανησυχήσεις, τουλάχιστον όχι για τα επόμενα χρόνια.
«Δηλαδή υπάρχει περίπτωση να μείνεις εκεί;».
«Ναι. Δεν είναι τέλειο;» είπε η Στέλλα, με το χαμόγελο να επιστρέφει δειλά στο πρόσωπό της.
«Και θ’ αφήσεις το σπίτι μας;» ρώτησα. Φανταζόμουν την απάντηση, δεν ήταν κάτι που μπορούσα ν’ αποφύγω. Αλλά ένα κομμάτι του εαυτού μου ήθελε τη Στέλλα να μου πει ψέματα.
«Δεν μπορώ να το πάρω μαζί μου. Αλλά θα σας παίρνω τηλέφωνο και μπορείτε να έρχεστε για κανένα τετραήμερο».
«Ξέρεις ότι δεν έχουμε ένα χιλιάρικο ο καθένας να ερχόμαστε εκδρομή εκεί που θα είσαι!» φώναξα. «Φύγε και πάψε να μας το λες συνέχεια αυτό σαν να είναι κάτι που μπορεί να γίνει!».
«Ξέρεις ότι δεν έχουμε ένα χιλιάρικο ο καθένας να ερχόμαστε εκδρομή εκεί που θα είσαι!» φώναξα. «Φύγε και πάψε να μας το λες συνέχεια αυτό σαν να είναι κάτι που μπορεί να γίνει!».
Η Στέλλα δεν απάντησε. Ύστερα σηκώθηκε και πήγε στο δωμάτιό της, στο σπίτι το οποίο σύντομα θα εγκατέλειπε.
Ο Μάριος βγήκε στο μπαλκόνι για τσιγάρο. Ο Σωτήρης στράφηκε σ’ εμένα.
«Άσχημα της μίλησες. Ξέρεις ότι δεν έχει επιλογή» είπε ήρεμα.
«Έτσι θα μας αφήσει; Το ενοίκιο ποιος θα το πληρώνει;».
«Δεν είναι το ενοίκιο το πρόβλημα σου. Και δεν ρώτησες αν την νοιάζει», είπε.
«Γιατί αυτή; Γιατί όχι εγώ ή οποιοσδήποτε άλλος;».
«Γιατί όχι; Επειδή το σύμπαν σου χρωστάει; Επειδή σου έκλεψε το όνειρο; Οι άλλοι απαγορεύεται να έχουν τα ίδια όνειρα μ’ εσένα και να τα πραγματοποιούν ; »ρώτησε.
«Όχι», είπα.
«Τότε κάνε κάτι καλό και για τις δυο σας και πες της ότι είσαι περήφανη γι’ αυτήν. Της αξίζει αφού έκανε την ιδία προσπάθεια μ’ εσένα''
Κάθισα εκεί σκεπτόμενη τα λόγια του. Δεν μπορούσα να την εμποδίσω να φύγει, ήταν ανόητο και εγωιστικό. Σε λίγο πήγα να μιλήσω στη Στέλλα. Δεν ήθελα να φύγει έχοντας το βάρος του τσακωμού.
Καθόταν στο κρεβάτι της με τα χέρια σταυρωμένα στα γόνατά της.
«Ξέρεις, είπα σιγανά, Δεν είμαι θυμωμένη μαζί σου. Νομίζω ότι θα τα πας μια χαρά».
Η Στέλλα με κοίταξε με μισό χαμόγελο. Ήξερε πόσο δύσκολο μου ήταν να ζητάω συγγνώμη.
«Κι έμενα θα μου λείψεις», είπε.
Φωτογραφία: gettyimages