Παράδοξα των Ελλήνων φιλοσόφων

5
8858

Το πλοίο του Θησέα

Το παράδοξο του Θησέα είναι ένα φιλοσοφικό ερώτημα που απασχόλησε τους ανθρώπους από τα αρχαία ακόμη χρόνια. Βασίζεται στο ερώτημα: Αν σε ένα αντικείμενο αντικατασταθούν όλα του τα μέρη το αντικείμενο παραμένει το ίδιο; Το φιλοσοφικό ερώτημα απασχόλησε τον Ηράκλειτο, το Σωκράτη, τον Πλάτωνα αλλά και σύγχρονους φιλοσόφους όπως ο Τόμας Χομπς και ο Τζον Λοκ. Αυτός όμως που το ανέδειξε περισσότερο είναι ο Πλούταρχος βασισμένος στον παρακάτω μύθο:
«Το πλοίο με το οποίο ο Θησέας και οι νέοι της Αθήνας επέστρεψαν από την Κρήτη (όπου αντιμετώπισαν το Μινώταυρο) είχε τριάντα κουπιά, και διατηρήθηκε από τους Αθηναίους μέχρι την εποχή του Δημητρίου του Φαληρέως (κυβέρνησε το διάστημα 317-307 π.Χ.), όταν και αντικαταστάθηκαν τα παλιά ξύλα που σάπισαν με καινούρια. Από τότε οι φιλόσοφοι άρχισαν να διαφωνούν σχετικά με την υπόσταση του αντικειμένου. Η μία πλευρά, υποστήριζε ότι το πλοίο παρέμενε το ίδιο ενώ η άλλη ότι δεν είναι το ίδιο. Αργότερα το θέμα επεκτάθηκε ακόμη περισσότερο από τον Τόμας Χομπς, που έθεσε ένα νέο προβληματισμό, αναρωτώμενος: «Τί θα γινόταν, αν μετά την αντικατάσταση, όλα τα παλιά κομμάτι συγκεντρώνονταν και επανατοποθετούνταν ώστε να δημιουργήσουν ένα δεύτερο πλοίο; Ποιο από τα δύο πλοία θα ήταν αυτό του Θησέα;».

Όπως σε όλα τα φιλοσοφικά ερωτήματα αναπτύχθηκαν πολλές προσεγγίσεις για να απαντήσουν ωστόσο η απάντηση θα είναι πάντα υποκειμενική. Ο Ηράκλειτος εισήγαγε την έννοια της ποσοτικής και αριθμητικής ταύτισης. Ο Αριστοτέλης υποστήριξε ότι υπάρχουν 4 αιτίες που χαρακτηρίζουν ένα αντικείμενο: η μορφή, το υλικό, η χρήση και ο τελικός σκοπός. Μια άλλη προσέγγιση είναι η έννοια του κρίσιμου στοιχείου. Όσο αυτό δεν αντικαθίσταται, το αντικείμενο παραμένει το ίδιο. Αν αντικατασταθεί, τότε το αντικείμενο αλλάζει.

Η διχοτομία | Ζήνωνας

Ένας δρομέας ξεκινά με σκοπό να φτάσει στο τέρμα του στίβου. Όμως για να φτάσει στο τέρμα θα πρέπει να τρέξει άπειρο αριθμό από διαδρομές που προστίθενται η μία στην άλλη. Καταρχήν πρέπει να φτάσει στο μέσο της διαδρομής ως το τέρμα. Στη συνέχεια πρέπει να φτάσει στο ενδιάμεσο σημείο μεταξύ του μέσου και του τέρματος, μετά στο μέσο του δεύτερου μέσου, κ.ο.κ.

Όσο ο χώρος μπορεί και χωρίζεται (κάθε φορά στο μισό του μισού κλπ) σε όλο και πιο μικρά μέρη, οι διαδρομές όλο και προστίθενται και τελικά γίνονται άπειρες σε αριθμό. Όμως κανείς δε μπορεί να τρέξει άπειρο αριθμό διαδρομών. Ακόμα και αν η απόσταση από την αρχή ως το τέρμα είναι μόνο ένα μέτρο, ή ένα εκατοστό, ή ακόμα και μόνο ένα χιλιοστό του μέτρου, μια άπειρη σειρά διαδρομών δεν μπορεί να την εκτελέσει κανείς. Συνεπώς η κίνηση είναι αδύνατη.

Ο σωρίτης «νέφος» | Ζήνωνας

Σε αυτή τη σειρά των παράδοξων επιχειρείται η άρνηση της ποσότητας:

1. Ξεκινώντας από έναν κόκκο σταριού προσθέτουμε άλλον έναν κι άλλον έναν κ.ο.κ. ώσπου τελικά να έχουμε έναν σωρό από σιτάρι. Στον σωρό όμως χάνεται η έννοια της ποσότητας, η ικανότητα δηλαδή να απαριθμούνται οι κόκκοι του σταριού.

2.Στον παρεμφερή συλλογισμό της φαλάκρας, το ζητούμενο είναι ο αριθμός των τριχών που καθορίζουν αν ένα κεφάλι είναι φαλακρό ή όχι.

3.Στον συλλογισμό του θορύβου, ένας κόκκος σιταριού που πέφτει στο έδαφος δεν κάνει θόρυβο, σε αντίθεση με ένα σακί σιτάρι που χύνεται στη γη, και το ερώτημα είναι πώς μπορεί ένα σύνολο σιωπών (του κάθε κόκκου) να παράγει θόρυβο (του σακιού).

Το βέλος | Ζήνωνας

Το παράδοξο του βέλους καταδεικνύει την κίνηση ως αδύνατη υπό την παραδοχή πως ο χρόνος αποτελείται από σημειακές στιγμές, την παραδοχή δηλαδή πως οι χρονικές στιγμές δεν έχουν εύρος. Έτσι, σε κάθε στιγμή στον χρόνο, ένα βέλος που εμείς βλέπουμε να κινείται, «καταλαμβάνει χώρο ίσο με τις διαστάσεις του». Όμως το βέλος, για να κινείται πραγματικά, απαιτεί χώρο μεγαλύτερο από τις διαστάσεις του κι αυτό δε μπορεί να συμβαίνει εντός μιας σημειακής χρονικής στιγμής, που δεν του το επιτρέπει. Στην ουσία δηλαδή, για να μπορεί το βέλος να κινηθεί, απαιτεί χρόνο πιο πολύ από μια στιγμή. Άρα κάθε στιγμή του χρόνου το βέλος βρίσκεται σε ηρεμία και όχι σε κίνηση. Επειδή λοιπόν οι χρονικές στιγμές είναι σημειακές (δεν έχουν διάρκεια), η κίνηση είναι αδύνατη.

Το παράδοξο του ψεύτη | Επιμενίδης

Το παράδοξο αυτό αποδίδεται στον Επιμενίδη από την Κρήτη ο οποίος σε ένα ποίημά του είχε γράψει:

Κρῆτες ἀεὶ ψεῦσται (οι Κρήτες είναι πάντα ψεύτες)

Σύμφωνα λοιπόν με την έκφραση αυτοί όλοι οι Κρήτες είναι ψεύτες. Ωστόσο ποιος θα μπορούσε να βασιστεί σε αυτά τα λόγια του – επίσης καταγόμενου από την Κρήτη – Επιμενίδη; Εκεί ακριβώς έγκειται το παράδοξο: αν βασιστούμε στην παραπάνω πρόταση τότε και ο ίδιος ο Επιμενίδης ψεύδεται, άρα τελικά οι Κρήτες δεν είναι ψεύτες. Τότε όμως κι ο Επιμενίδης δεν ψεύδεται κ.ο.κ.

Το παράδοξο του Μένωνα |  Πλάτωνας

Ξεκινώντας από το θέμα του Μένωνα, έναν χαρακτήρα από τους Πλατωνικούς διαλόγους, το παράδοξο χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος είναι εμφανές ήδη από την αρχή του διαλόγου, όταν ο νεαρός Θεσσαλός θα απευθύνει το ερώτημα στον Σωκράτη αναφορικά με ποιον τρόπο αποκτάται η αρετή. Σύμφωνα με την σωκρατική τοποθέτηση, το εν λόγω ερώτημα δεν είναι δυνατόν να απαντηθεί, αν πρωτίστως δεν διατυπωθεί ο ορισμός της αρετής, οπότε τίθεται εμμέσως ως το δεύτερο μέρος της θεματολογίας. Το ότι ο Μένων έχει μαθητεύσει πλησίον του Γοργία αποτελεί έναυσμα για τον Σωκράτη, ώστε να προκαλέσει τον συνομιλητή του να ορίσει την αρετή, προφασιζόμενος τον αμνήμονα.

Ο Μένων επιχειρεί να ορίσει την έννοια της αρετής τρεις φορές, χωρίς μία ορισμένη επιτυχία, εφόσον ο Σωκράτης κατορθώνει να εντοπίζει σφάλματα. Ωστόσο, ο Μένων, οδηγούμενος σε αδιέξοδο, θα διερωτηθεί: πώς είναι δυνατόν κάποιος να ερευνήσει ένα θέμα το οποίο δεν γνωρίζει, και αν το γνωρίσει πώς γνωρίζει ότι αυτό είναι αυτό που αναζητούσε (το παράδοξο του Μένωνα). Ο Σωκράτης θα απαντήσει στην απορία του επικαλούμενος την θεωρία της ανάμνησης, σύμφωνα με την οποία η γνώση είναι ανάκληση του ήδη υπάρχοντος, έχοντας αναντιλέκτως προϋποθέσει την αθανασία της ψυχής. Μάλιστα θα προχωρήσει και σε απόδειξη της εν λόγω εκδοχής, προβαίνοντας σε ένα μαθηματικό πείραμα με έναν από τους δούλους του Μένωνα.

Η θεωρητική παράμετρος που θα αποκομίσουν από την διαδικασία του πειράματος είναι η αξία της έρευνας, όταν σκοπός είναι η προσέγγιση της αλήθειας, όπου απαιτείται μάλιστα και η αποδοχή της άγνοιάς μας. Σε μια αντίστοιχη έρευνα έγκειται και ο φιλοσοφικός προσδιορισμός που επιδιώκει ο Σωκράτης και θα παρακινήσει τον Μένωνα να ερευνήσουν από κοινού για την αρετή. Αυτή τη φορά θα ακολουθήσουν την υποθετική μέθοδο μέσω της οποίας θα εξετάσουν με ποιον τρόπο αποκτάται η αρετή, εφόσον δεν κατόρθωσαν προηγουμένως στην συζήτησή τους να διατυπώσουν έναν επαρκή ορισμό. Η αρετή δεν είναι έμφυτη. Διαφορετικά, θα έπρεπε να διαφυλάσσονται οι νέοι που γεννώνται ενάρετοι προκειμένου να μην διαφθαρούν.

Η αρετή δεν είναι ούτε διδακτή, εφόσον, έπειτα από διάλογο που παρεμβάλλεται με τον Άνυτο, διαπιστώνουν ότι ούτε οι σοφιστές είναι οι αρμόδιοι δάσκαλοι ούτε και οι πολιτικοί κατόρθωσαν να μεταδώσουν στα τέκνα τους την αρετή. Άρα, ένα πρώτο συμπέρασμα στο οποίο οδηγούνται είναι ότι η αρετή δεν διδάσκεται. Όμως, πώς εξηγείται η διαπίστωση ότι υπάρχουν άνθρωποι που προβαίνουν σε ενάρετες πράξεις; Σε αυτό το σημείο ο Σωκράτης οδηγείται στην εκτίμηση ότι μία παράμετρος τους έχει διαφύγει είναι αυτή της ερευνητικής προσοχής. Επαναπροσδιορίζουν τα όσα έχουν συζητηθεί και τελικώς εναποθέτουν τον ενάρετο χαρακτήρα των ανθρώπων στην εκ θεού αποκτηθείσα ορθή γνώμη, εισάγοντας με αυτόν τον τρόπο την διάκριση από την επιστήμη. Ωστόσο, ο διάλογος καταλήγει σε απορία, καθώς δεν διατυπώνεται ένας επαρκής ορισμός για την αρετή.


Πηγές: wikipedia / britannica /  business insider / pexel / perierga / openarchives

MEDIA

Video
Sound file

Συλλογές

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση