Αχ και να ‘ξερες παππού…

30
5927
 
Θυμάσαι; Παιδούλα ήμουν και τριγύριζα στα πόδια σου κοιτάζοντας από περιέργεια τα βουρκωμένα μάτια σου. Πάντα ήταν βουρκωμένα. Γιατί κλαις… σε ρώταγα τρομαγμένη.
 
Θυμάσαι παππού;
 
Από συγκίνηση, μου έλεγες – και έσκυβες το κεφάλι να μην βλέπω – ψελλίζοντας λόγια πικραμένα του νόστου. Πάντα ήλπιζες στην επιστροφή. Μου μίλαγες για την πατρίδα σου, εκεί στα Βουρλά, για τη μεγάλη σφαγή και τη φωτιά που αφάνισε το βιο σας.
 
Θυμάσαι παππού;
 
Και έβγαζες βιαστικά το μαντήλι από την τσέπη, σε μια προσπάθεια να προλάβεις το δάκρυ που κύλαγε καυτό, δραπετεύοντας από τον ορυμαγδό των σκέψεων. Μα, γνώριζα καλά πως ο πόνος φώλιαζε στην καρδιά σου. Ένα «γιατί» κοντοστεκόταν στα παιδικά μου χείλη και πάλι πισωγύριζε από φόβο μήπως και το δάκρυ γινόταν λυγμός. Και εσύ συνέχιζες, πιο δυνατά… πιο θυμωμένα και έμοιαζε η μιλιά σου με κραυγή και παράπονο μαζί. 
 
Θυμάσαι παππού;
 
Και μου’ λεγες για την ουρά που δεν πρόλαβες να στηθείς, ποδοπατώντας και ποδοπατώντας σε, για να μπεις στη βάρκα που θα σε έφερνε σε μια άλλη πατρίδα. Για λίγο, γιατί πίστευες πως θα ξαναγύριζες πίσω. Γι’ αυτό πήρες μαζί σου μόνο τη χλαίνη σου. Και πάλι  βιαστικά ψαχούλευες στην τσέπη να βρεις το μαντίλι που θα έκρυβε την πίκρα σου από τα περίεργα παιδικά μου μάτια. 
 
Θυμάσαι παππού;
 
Μίλαγες με περηφάνια μέχρι τα βαθειά γηρατειά σου  για την άλλη πατρίδα, την Ελλάδα μας,  που στην αρχή – τρομαγμένη – κράτησε σφαλιστά  τα παραθυρόφυλλα της ψυχής της. Και μετά,  μη μπορώντας να κάνει αλλιώς, τα κούφωσε και άφησε να τρυπώσει από το άνοιγμα μια ακόμα Ελλάδα… εκείνη του διωγμού. Και ήμουν εκεί, στα γόνατά σου, για ώρα πολλή… ακίνητη, ανέκφραστη, να αφουγκράζομαι τους δυνατούς χτύπους της καρδιά σου. Εκείνους τους χτύπους που έμοιαζαν με σφυριές κάθε που ξεστόμιζες τη λέξη πατρίδα. 
 
Θυμάσαι παππού;
 
Παιχνίδια, μου έλεγες, παιδί μου, παιχνίδια των μεγάλων, χαθήκαμε στο φύσημα τ’ αγέρα. Και κράταγες σφιχτά το χέρι της γιαγιάς φοβούμενος έναν νέο χωρισμό, όπως τότε – το ’22 – στα παγωμένα νερά του Αιγαίου μέσα στο γέρικο σκαρί που σας έφερε στην Κρήτη. 
   
Αχ και να ‘ξερες παππού…
 
Στήθηκαν πάλι παζάρια, στην άλλη σου πατρίδα αυτή τη φορά. Με σκληρές αγοροπωλησίες στα τραπέζια της πονόψυχης Ευρώπης. Με σωτήρες και προδότες. Με θεωρίες και συνωμοσίες. Άνθρωποι και ανθρωπάκια, ημερομηνίες και διορίες, όλα μαζί αχταρμάς.  Με τη μισή Ελλάδα να χάνεται ξανά στους δρόμους της μετανάστευσης και την άλλη μισή ν’ ανοίγει την αγκαλιά της και να ζεσταίνει με την ανάσα τής καρδιάς της, τον Ασλάν, τον Μοχάμεντ, την Χανάν, τον Χασάν… 
Και κάπου εκεί στα λασπόνερα της εσχατιάς, μια μελωδία, ίδια ψαλμουδιά, δραπετεύει από το λευκό πιάνο της Νουρ και χάνεται βιαστικά στον ουρανό, νανουρίζοντας τον Αϊλάν.  
 
Αχ και να ‘ξερες παππού… 
 
Μόλις νυχτώνει, μοιάζει τούτη η πατρίδα τόσο παράξενη, με σκοτεινές τις ψυχές των ανθρώπων. Βουλιάζει και χάνεται στα λασπόνερα της δυστυχίας, της αδιαφορίας και της απάθειας και οι κραυγές του κόσμου μοιάζουν με ψιθύρους στους βαρήκοους ηγέτες της Ευρώπης. Και σύντομα θα στοιχειώσουν το μέλλον τους όπως το παρελθόν στοιχειώνει το παρόν τους. 
Κι εγώ παππού δεν θα ξεχάσω ποτέ τα δυσνόητα λόγια που σε άκουγα να ψελλίζεις κάθε Σαββατόβραδο την ώρα του εσπερινού… «…εφ’ οσον εποιησατε ενι τουτων των αδελφων μου των ελαχιστων εμοι εποιησατε…» 
 
 
Αχ και να ‘ξερες παππού….

Πηγή: Η φωτογραφία προέρχεται  από το προσωπικό αρχείο της κας Ειρήνης Καλαϊτζάκη. Απεικονίζει τους πρόσφυγες παππού και γιαγιά με δύο από τα παιδιά τους που απέκτησαν μόλις ήρθαν στα Χανιά της Κρήτης από τα Βουρλά της Μικράς Ασίας. Χρονολογείται από το 1926-1927.
 
 

MEDIA

Video
Sound file

Συλλογές

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση