Μολαταύτα βρέθηκα στη Σαμοθράκη, μόνη ως συνήθως, γιατί ήθελα να δω τις λίμνες. Οι φυσικές λακκούβες στους βράχους γέμιζαν από τα πράσινα νερά του ποταμού δημιουργώντας λίμνες με κρύο νερό όπου μια βουτιά μπορούσε να σε βυθίσει βαθύτερα απ όσο πίστευες λόγω της έλλειψης του αλατιού. Χιλιάδες χρωματιστά ζωύφια πετούσαν γύρω από το νερό. Έκαναν μπάνιο γυμνοί και ελεύθεροι.
Στη μικρή παραλία κάτω από το βουνό βρισκόταν η ταβέρνα της Ζωής. Διάλεγα συνήθως το τραπέζι που έβλεπε στην κουζίνα.
Την παρακολουθούσα να σερβίρει τους πελάτες και να καθαρίζει τα ψάρια με τα επιδέξια δάχτυλά της. Τα πυκνά φρύδια της έσμιγαν όταν προσπαθούσε να υπολογίσει το λογαριασμό. Ήταν πάντα μέσα σε φαρδιές μπλούζες σαν εκείνες που φορούσαν οι άνδρες στο γραφείο μου. Είχε τα ξανθά της μαλλιά πλεγμένα κοτσιδάκια σαν πειρατίνα. Στο πόδι της ένα τατουάζ ψαριού.
Μπορούσα εύκολα να τη φανταστώ να σκίζει τα κύματα πάνω σε ένα ιστιοφόρο. Όμως βρισκόμασταν και οι δύο σε σταθερό έδαφος, ανταλλάσσοντας ματιές κάθε φορά που έφερνε κάτι για μένα. Κάθε μέρα ανυπομονούσα να έρθει το βράδυ μόνο για να την δω να εμφανίζεται μέσα από την κουζίνα ελισσόμενη με χάρη γύρω από τα τραπέζια και να σταματήσει στο δικό μου- πάντοτε τελευταίο και πάντοτε με ένα ποτήρι κρασί. Με ρωτούσε που πήγα σήμερα κι εγώ περιέγραφα όσο καλύτερα μπορούσα τα όσα έβλεπα νιώθοντας ότι η πραγματικότητα έτρεχε μίλια μπροστά από τις λέξεις που κατάφερνα να βρω. Μιλούσαμε στα κλεφτά, στις στιγμές που προλάβαινε να σταματήσει σε μένα για λίγο. Είχε ενδιαφέρον το μικρό μας παιχνίδι.
Το τελευταίο πρωί ανέβηκα ξανά στη λίμνη. Σχεδίαζα ήδη το βράδυ, εκείνα που θα έλεγα στη Ζωή όταν θα τη συναντούσα. Καθισμένη στην όχθη παρατηρούσα τα κλαδιά του απέναντι δέντρου. Που και που έπιανα μικρά βότσαλα και τα πετούσα στο νερό. Ολόγυρα ζουζούνιζαν λιβελουλλες.
Μια από εκείνες κάθισε στο κλαδί που κοιτούσα. Ο κορμός της είχε έναν ιριδίζον μπλε χρώμα. Τα φτερά της ανασάλευαν αργά καθώς στέγνωναν στον ήλιο. Μπορούσες να δεις τα νευρώδη σχήματα πάνω τους. Είχε πράσινα μάτια στο χρώμα του νερού. Το βράδυ κάθισα στη συνηθισμένη θέση. Ήρθε με ένα ποτήρι κρασί ξανθό σαν εκείνη. Της είπα ν αφήσει το μπουκάλι χρειαζόμουν δύναμη. Το μαγαζί δεν είχε πολύ κόσμο. Έκλεισαν γρήγορα. Κάθισε μαζί μου και με ρώτησε τι θα κάνω. Της είχα πει πως έφευγα.
Στα δάχτυλά μου στριφογύριζε ανυπόμονα μια τελευταία πέτρα. Κοίταξα το όμορφο έντομο απέναντι μου και την εκτόξευσα. Ή πέτρα χτύπησε το έντομο με ορμή ρίχνοντας το από το κλαδί μέσα στο νερό. Κοντανάσανα τρομαγμένη, δεν περίμενα να συμβεί αυτό. Για λίγα λεπτά ένιωθα το τέλειο μίγμα συναισθημάτων- του τρόμου για το ξαφνικό ατύχημα και της ηδονής, από την εξουσία που μπόρεσα ν ασκήσω στο άτυχο έντομο μέσα από το φονικό εργαλείο μου.
Ένα μπουκάλι κρασί δεν ήταν πολύ για μένα. Είχα συναίσθηση των πραγμάτων. Οι υπάλληλοι είχαν αποσυρθεί. Ζύγισα τα λόγια μου και τελικά δεν χρησιμοποίησα κανένα από αυτά. Τη φίλησα. Εκείνη σηκώθηκε από τη θέση της. Μου έριξε μια άγρια ματιά κι εξαφανίστηκε στην κουζίνα.
Η τέλεια στιγμή- κλεμμένη. Ήταν απλώς ένα παιχνίδι- ένα αθώο παιχνίδι μέχρι κάποιος να πληγωθεί. Ξέρει ότι δεν μπορώ να μείνω- δεν μπορώ να ακολουθήσω τη ζωή της.
Ξέρει ότι ο έρωτας του καλοκαιριού όπως και οι λιβελουλλες πέθαινουν το χειμώνα.
Συγχωρήστε με, έντομα.