Πηγές:
«Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα», «Τα χειρόγραφα του Φθινοπώρου», Wikipedia
Φωτο: diapolitismos.net, Μουσείο Δημοκρατίας ‘Αγιος Ευστράτιος, ριζοσπάστης
Ο ποιητής «του ονείρου και της επανάστασης» γεννήθηκε στην Αθήνα το βράδυ της Αναστάσεως του 1922 . Η οικογένειά του ήταν εύπορη, αλλά στον πόλεμο πτώχευσε και πέρασε δύσκολα χρόνια. Tο 1940 εγγράφεται στη Nομική Σχολή του Πανεπιστήμιου της Aθήνας. Δεν θα τελειώσει όμως ποτέ, καθώς τον κερδίζει η Aντίσταση, οργανώνεται στην EΠON. Βαθιά ανθρωπιστής, πίστευε και αργότερα, έγραφε πως:
«Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα ματώσουν απ’ τις φωνές, το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες – μα ούτε βήμα πίσω».
Στην καρδιά της Kατοχής το 1943, χάνει τον πατέρα του, ενώ αργότερα, όντας στην Μακρόνησο χάνει και τη μητέρα του.
«‘ τ απογέματα κάθομαι στο παράθυρο και κοιτάζω ν’ ανάβουν ένα ένα τ’ άστρα, έτσι έμαθα την πικρή μοίρα των θνητών.
Μεγάλα όνειρα της νιότης μας, δεν πραγματοποιηθήκατε ποτέ όμως εσείς είναι που δώσατε αυτό το βάθος στην ματαιότητα,
ενώ η μητέρα κλειδωνόταν στην κάμαρα κι έκλαιγε σιωπηλά- νευρασθένεια, έλεγαν οι γιατροί- όμως εγώ ήξερα ότι είχαν περάσει τα χρόνια κι έπρεπε τώρα να κλάψει και για εκείνα που δεν έγιναν ποτέ
Κι ίσως αυτά να ήταν η αληθινή ζωή μας».
***
«Και τα όνειρα που κάναμε παιδιά μας διαποτίζουν ολόκληρους
Χωρίς να τα θυμόμαστε ή στη μέση του Καλοκαιριού ένα μικρό σύννεφο είναι ο πρόλογος του Φθινοπώρου
Και συνήθως σκοτώνουμε το παρόν με τον φόβο ή την τύψη, μα πιο πολύ με το όνειρο
Κι αν συνεχίζω να υποφέρω είναι ένα μέγα μυστήριο γιατί κανείς δεν θα ζήσει ποτέ δυο φορές»
Ανέπτυξε έντονη πολιτική δραστηριότητα στο χώρο της αριστεράς με συνέπεια να εξοριστεί από το 1945 έως το 1951. Με τη λήξη των Δεκεμβριανών συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας (1945) αφήνεται ελεύθερος. Τον Ιούνιο του 1948 συλλαμβάνεται και εξορίζεται στο Μούδρο. Το 1949 μεταφέρεται στη Μακρόνησο μαζί με άλλους αριστερούς καλλιτέχνες και διανοούμενος, όπως ο Γιάννης Ρίτσος, ο Μάνος Κατράκης όπου συνεχίζει να γράφει ποιήματα. Επειδή δεν υπέγραψε δήλωση μετάνοιας μεταφέρεται στον Αϊ Στράτη κι από κει στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα. Το «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» θεωρήθηκε «κήρυγμα ανατρεπτικό» και κατασχέθηκε.
«…Ο άνεμος σκίζει τα σύννεφα
και πάνω σ’ αυτά τα κουρελιασμένα πλήθη
πέφτει ξαφνικά ένας καταράχτης φως
είμαστε εμείς που ζυμώνουμε και δεν έχουμε ψωμί
εμείς που βγάζουμε το κάρβουνο και κρυώνουμε
είμαστε εμείς που δεν έχουμε τίποτα
κι ερχόμαστε να πάρουμε τον κόσμο
ειρήνη
ειρήνη…»
Το 1955 ο ποιητής δικάζεται στο Πενταμελές Eφετείο για το συγκεκριμένο το έργο του «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου».
Πλήθος κόσμου και ανάμεσά τους πολλές προσωπικότητες των γραμμάτων θα παρακολουθήσουν αυτή τη πνευματική δίκη όπου ο ποιητής θα μετατρέψει το εδώλιο σε βήμα και όπου θα διατυπώσει την ουσία και τον σκοπό της τέχνης του.
Θα συγκινήσει όχι μόνο το ακροατήριο αλλά και τους δικαστές που τελικά θα τον αθωώσουν πανηγυρικά.
«Γι’ αυτό σου λέω.
Μην κοιμάσαι: είναι επικίνδυνο.
Μην ξυπνάς: Θα μετανιώσεις.»
Στα χρόνια της δικτατορίας, ο Λειβαδίτης βυθίζεται στη σιωπή. Μένει άνεργος κι έτσι γράφει σε ένα νεανικό λαϊκό περιοδικό της εποχής, το Φαντάζιο, μαζί με πολλούς ακόμα διωγμένους αριστερούς.
Με το ψευδώνυμο Ρόκκος, ο Λειβαδίτης δούλεψε μια σειρά από βιογραφίες λογοτεχνών και ακόμα μια σειρά από περιλήψεις, σε μορφή εκτενών διηγημάτων, μεγάλων έργων της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
«Λόγια που δεν καταλάβαμε παρά όταν ήταν πια αργά, πράξεις ακατανόητες που εξηγήθηκαν μια νύχτα σ’ έναν εφιάλτη
Κι ίσως η μεγάλη περιπέτεια μας περίμενε σε μια πάροδο που δεν της δώσαμε σημασία».
Tο 1946 παντρεύεται τη Mαρία. Tου στάθηκε στήριγμα όχι μόνο στα σκληρά χρόνια της εξορίας του ποιητή, συντηρώντας και την μητέρα του αλλά και φύλακας – άγγελος σε όλη του τη ζωή. O ποιητής την έχει ηρωίδα του στο “Aυτό το αστέρι είναι για όλους μας” που της το αφιερώνει.
« Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή.
Ήξερες να δίνεσαι, αγάπη μου. Δινόσουνα ολάκερη και δεν κράταγες για τον εαυτό σου παρά μόνο την έγνοια αν έχεις ολάκερη δοθεί.
[…] Θα ξαναβρεθούμε μια μέρα.
Kαι τότε
όλα τα βράδια κι όλα τα τραγούδια
θα ‘ναι δικά μας.
Θα ‘θελα να φωνάξω τ’ όνομά σου, αγάπη, μ’ όλη μου τη δύναμη.
Nα το φωνάξω τόσο δυνατά
που να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο
καμιά ελπίδα πια να μην πεθάνει.
Aφού κάθε στιγμή οι άνθρωποι θα μας βρίσκουν
στο ήρεμο ψωμί,
στα δίκαια χέρια,
στην αιώνια ελπίδα,
πώς θα μπορούσαμε, αγαπημένη μου,
να ‘χουμε πεθάνει…»
Tο 1972, αποστασιοποιείται απο την πολιτική δράση και κάνει μιά βαθειά στροφή ενδοσκόπισης, αναδεικνύοντας το μεγάλο φιλοσοφικό βάθος του έργο του, ακολουθώντας έναν μοναχικό δύσβατο και πρωτοποριακό δρόμο στην μεγάλη του τέχνη.
«… Κι αυτό το ρίγος που διατρέχει το σπίτι είναι από πράξεις που αποφύγαμε (και μετανοιώσαμε)
Μεγάλα γεγονότα που χάθηκαν μες τη συντομία των ημερών, σκέψεις υπέροχες που αρκέστηκαν στα δάκρυα
Και τις νύχτες η πικρή ανάμνηση εκείνων που σε πρόδωσαν και που ο ύπνος τους συγχωρούσε.
Κι αγάπησα τις λέξεις που με ταπείνωσαν γιατί με ανακαλούσαν σε μιαν άλλη παιδικότητα.
Α, έχασα τις μέρες μου, αναζητώντας τη ζωή μου…»
«Ω απέραντη νοσταλγία για κάτι που ποτέ δεν ζήσαμε κι όμως αυτό υπήρξε όλη η ζωή μας…» Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν στα Ρωσικά, Σερβικά, Ουγγρικά, Σουηδικά, Ιταλικά, Γαλλικά, Αλβανικά, Βουλγαρικά, Κινέζικα και Αγγλικά. Τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία (1953 για τη συλλογή του «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου»), το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων (1957 για τη συλλογή του «Συμφωνία αρ.Ι»), το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1976 για τη συλλογή «Βιολί για μονόχειρα»), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1979 για το «Εγχειρίδιο ευθανασίας»). Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της «Εταιρείας Συγγραφέων».
Πίστευε και έγραφε πως: «Όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον είμαστε κιόλας νεκροί».
«Ζήσαμε πάντοτε αλλού και μόνον όταν κάποιος μας αγαπήσει ερχόμαστε για λίγο».
Τον Οκτώμβριο του 1988 ο ποιητής εισάγεται στο Γενικό Kρατικό Nοσοκομείο και υποβάλλεται σε δύο αλλεπάλληλες εγχειρήσεις για ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής, διάρκειας 5 ωρών η καθεμία, που όμως δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν το μοιραίο. Ο Τάσος Λειβαδίτης φεύγει από την ζωή στις 30 Οκτωβρίου 1988, στην Αθήνα.
«Και μια μέρα θέλω να γράψουν στον τάφο μου: Έζησε στα σύνορα μιας ακαθόριστης ηλικίας και πέθανε για πράγματα μακρινά που είδε κάποτε σε ένα αβέβαιο όνειρο»
Στον τάφο του, στο Α’ Νεκροταφείο, είναι χαραγμένοι οι παρήγοροι στίχοι του: «Πρόλογος στην αιωνιότητα: Κάποτε θα ξανάρθω. Είμαι ο μόνος κληρονόμος./Και η κατοικία μου είναι παντού όπου κοιτώ»