Στο χαρτάκι έγραφε ανία με κεφαλαία και θαυμαστικό. ΑΝΙΑ!
Δίπλα είχε σημειώσει την ώρα 19:17. Έφυγε από το μαγαζί δέκα λεπτά αργότερα με την εφημερίδα στη μασχάλη που μέσα έκρυβε πάντα ένα σταυρόλεξο.
Το έκρυβε γιατί μια φορά το αφεντικό του έκανε παρατήρηση ότι δεν μπορεί να μένει δέκα ώρες στο μαγαζί λύνοντας σταυρόλεξο κι αν ήθελε μπορούσε να πάει στο καφενείο παραδίπλα και να κάτσει τρεις μέρες. Εδώ είναι για τυχερά παιχνίδια μόνο.
‘Ετσι κι αυτός προσποιείται ότι διαβάζει τα αθλητικά και συνεχίζει να λύνει σταυρόλεξα.
Είναι ένας ψηλός, λεπτός, ευθυτενής, ηλικιωμένος άνθρωπος ο κυριος Κώστας που φορά πάντα ένα μπεζ μπουφάν. Αλλάζει μόνο το από μέσα ανάλογα την εποχή. Έρχεται μόνος τρεις ώρες το πρωί και άλλες τόσες το απόγευμα στο πρακτορείο σαν θεραπεία αρρώστιας αγιάτρευτης.
Είναι πάντα ήσυχος και ντροπαλός, καπνίζει κινέζικα τσιγάρα που τα αγοράζει '’μαύρα’’ από το λιμάνι και μυρίζουν αναμμένο σπίρτο.
Ζει μόνος, χωρίς στενούς φίλους αλλά τον γνωρίζουν οι πάντες. Δούλευε από μικρός στη ψαραγορά, εκείνο το μικρόκοσμο σαν γκέτο όπου όλοι γνωρίζουν όλους .
Η φιλία όμως είναι άλλο πράμα.
Ο κύριος Κώστας είναι μοναχικός και επικοινωνεί με τον δικό του τρόπο. Γράφει μικρά σημειώματα πάνω σε δελτία, ας πούμε γράφει ΚΟΥΒΑΣ πάνω στο δελτίο που έχασε τον έναν αγώνα από τους δεκατρείς που ήθελε να προβλέψει, ή γράφει ΘΡΙΑΜΒΟΣ στην απόδειξη που λέει ότι κέρδισε μισό ευρώ στο λαχνό και τα αφήνει πάνω στο τραπέζι.
Κάποιος το διαβάζει, γελάει, λέει ένα αστείο, ο κύριος Κώστας το συνεχίζει και περνά η ώρα.
Ένα κακό έχει. Κάνει έναν παράξενο ήχο η μασέλα του είτε μιλάει, είτε καταπίνει. Αρκεί να κουνήσει το στόμα του και να τος ο ήχος.
‘’κλατσ κλατσ’’ σα να ξεκολλάει και κολάει πάλι.
Μπορεί γι’ αυτό να μη μιλά πολύ. Ίσως να το ξέρει και να το αποφεύγει.
Εκείνο το απόγευμα έγραψε ΑΝΙΑ! 19:17 Τετάρτη στο χαρτάκι που άφησε πίσω και έφυγε χωρίς καληνύχτα, όπως πάντα.
Τον σκεφτόμουν μετά. Προσπερνάμε τα αυτονόητα κι εκείνα μας αφήνουν σημειώματα φωνάζοντας εδώ είμαι.
Έκανε μέρες να φανεί κι όσο αν χαιρόταν το αφεντικό που άδειασε η γωνιά για κάποιον πιο μάχιμο, υπήρχαν και αυτοί που τον αναζητούσαν. Τον είχαμε συνηθίσει.
– «Πάει ο Κώστας», λέει μια μέρα ο κύριος Δημήτρης που το χόμπι του είναι να μεταφέρει τα νέα από το ένα μαγαζί στο άλλο. «Τον βρήκε η σπιτονοικυρά στην πολυθρόνα πεθαμένο καθιστό με το σταυρόλεξο στα πόδια».
«Τραγικό…
Ήταν τόσο καλός άνθρωπος.
Φίλος από παλιά και υγιέστατος.
Όλο σταυρόλεξα και ποδόσφαιρο.
Και τι του έλειπε; Το σπιτάκι του το είχε, τη σύνταξή του την είχε, την ησυχία του την είχε ούτε γυναίκα ούτε γκρίνιες ούτε τίποτε.
Ευτυχισμένος άνθρωπος και πάει.
Κρίμα, κρίμα».
Κοιταχτήκαμε αμήχανα σχεδόν συνωμοτικά.
Πεθαίνει κανείς από ανία;
Πεθαίνει κανείς από ανία;