Το 2017 βρέθηκα στην Σουηδία για να ερευνήσω την αγορά ώστε να προετοιμάσω μία ελληνική εταιρία τροφίμων να εξάγει τα προϊόντα της. Μετά από μία επαγγελματική συνάντηση, στάθηκα στην αγορά Östermalm Saluhall, για να πάρω το μεσημεριανό μου. Αν και ήταν αργά το μεσημέρι, ο ουρανός ήταν γκρίζος και σκοτεινός. Πρόκειται για έναν εσωτερικό χώρο που μπορείς να επιλέξεις τοπικά γεύματα αλλά και θαλασσινά και ψάρια, εντελώς διαφορετικά από τα μεσογειακά.
Η αγορά δεν είχε πολύ κόσμο εκείνη την ώρα, και μπορούσα να επιλέξω ανάμεσα σε διαφορετικά εστιατόρια. Καθώς περίμενα να ετοιμαστεί το γεύμα μου, μια ψαρόσουπα, παρατηρούσα τριγύρω τους ανθρώπους. Το βλέμμα μου κόλλησε σε μία νέα γυναίκα, γύρω στα 35, που κάθονταν στο απέναντι τραπέζι μόνη της. Ήταν μελαχρινή με λευκό δέρμα, φορούσε εάν στενό γκρι μάλλινο φόρεμα και ένα μαύρο παλτό. Διάβαζε ένα βιβλίο με λευκό εξώφυλλο που δύσκολα ξεχώριζε από το λευκό τραπεζομάντηλο. Αυτό που μου έκανε εντύπωση, και το θυμάμαι ακόμη, είναι ότι ήταν ανέκφραστη, μάλλον θλιμμένη, και αποκομμένη στον εαυτό της. Δεν κοιτούσε πουθενά εκτός από το βιβλίο της, παρόλο που που περνούσαν συνεχώς άνθρωποι δίπλα της. Σαν να βρίσκονταν σε ένα αόρατο κλουβί. Την παρατηρούσα να δω εάν θα έχει κάποια επαφή με το περιβάλλον, όμως από την ώρα που παρήγγειλε μέχρι που τελείωσε παρέμεινε αποκομμένη από το περιβάλλον της. Κάποια στιγμή σηκώνομαι να πληρώσω, και γυρνώντας την βλέπω να φεύγει από την αγορά, και πάλι χωρίς να κοιτά κανέναν. Κοιτώντας στο τραπέζι της, μου τράβηξε την προσοχή ένας πολύχρωμος πλεκτός σελιδοδείκτης. Ξεχώριζε ακουμπισμένος επάνω στο λευκό εξώφυλλο του βιβλίου της. Μάζεψα γρήγορα τα πράγματα μου, και παίρνω το βιβλίο της με τον σελιδοδείκτη για να της τα δώσω. Είχε ήδη βγει από το κτίριο. Την ακολούθησα, χωρίς μεγάλες προσδοκίες ότι θα κατάφερνα να τραβήξω την προσοχή.
Όταν την πλησίασα της μίλησα και της έδωσα το βιβλίο και τον σελιδοδείκτη. Η έξοδος από το ”κλουβί της” συνοδεύονταν με ένα χαμόγελο. Περπατήσαμε για λίγο, καθώς κατευθυνόμασταν και οι δύο προς το κέντρο. Η αλήθεια είναι ότι παρατείναμε λίγο περισσότερο την βόλτα μας γιατί η συζήτηση έγινε αρκετά ενδιαφέρουσα. Η Λένα, ήταν βιολόγος και εργάζονταν σε μία φαρμακευτική εταιρεία. Είχε αγοράσει τον σελιδοδείκτη από ένα ταξίδι της στην Γουατεμάλα όπου είχε πάει για δουλειά. Είχε χωρίσει πρόσφατα και τον τελευταίο χρόνο ζούσε μόνη ενώ πάλευε με την κατάθλιψη. Είχε καιρό να μιλήσει σε κάποιον, εκτός δουλειάς, πόσο μάλλον να απολαύσει μια συζήτηση, μια βόλτα ή ακόμη και να γελάσει. Μου είπε ότι ευχαριστήθηκε πολύ την συζήτηση και για να με ευχαριστήσει μου χάρισε τον σελιδοδείκτη.
Η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για έναν παράταιρο σελιδοδείκτη.
Πλεκτός, πολύχρωμος, ελάχιστα χρηστικός που αγοράστηκε στην Γουατεμάλα, χαρίστηκε στην Σουηδία, για να καταλήξει στην Ελλάδα. Αλλά ήταν παράταιρος γιατί τον αγόρασε για να τον δώσει στον πρώην σύντροφο της, τον οποίο δεν συνάντησε ποτέ μετά τον χωρισμό τους. Ήταν παράταιρος γιατί ήταν πολύχρωμος μέσα στο γκρίζο τοπίο της Στοκχόλμης, το άσπρο βιβλίο και το μαύρο παλτό, ήταν παράταιρος γιατί στάθηκε η αιτία κάποιος άγνωστος να την κάνει να γελάσει, να μιλήσει και να βγει από το κλουβί της μετά από τόσο καιρό. Και τέλος γιατί συμβολίζει κάθε παράταιρο που μας κάνει να βγαίνουμε από την μαυρίλα μας, από την κανονικότητά μας, και να βρίσκουμε χαρά έξω από αυτήν αλλά και δύναμη να την αλλάξουμε.
*την Λένα δεν την συνάντησα ποτέ ύστερα από εκείνη την βόλτα στην Στοκχόλμη
** τον σελιδοδείκτη τον βρήκα μέσα σε ένα κουτί με ξεχασμένα αντικείμενα που είχα αφήσει στο πατρικό μου
***ο σελιδοδείκτης προσφέρεται σε έναν φίλο του CHARACTERS που επιθυμεί να υποστηρίξει την σελίδα.