Μικρή ονειρευόμουν ότι θα ζούσα την αντισυμβατική ζωή.
Είχα πλάσει στο μυαλό μου μια ονειροφαντασία όπου η ζωή ήταν το άλογο κι εγώ ο ατρόμητος ιππότης με την πανοπλία που θα το καβαλίκευε και θα το διέταζε. Υπερβολικά αθώο. Αλλά ένα οκτάχρονο μυαλό πόσα να καταλάβει.
Η παρλαπίπα της αντισυμβατικότητας περιοριζόταν σε μια αμφισβήτηση της εξουσίας. Δεν γούσταρα τους κανόνες. Θα έφτιαχνα δικούς μου. Θα έφτιαχνα το δικό μου κόσμο όπου αν ήθελες θ ανέβαινες με τα παπούτσια στον καναπέ γιατί έτσι γούσταρα εγώ! Θα ήταν το τέλειο χάος.
Αλλά θα έπρεπε να έχω λεφτά. Και τα λεφτά είναι, ήταν, και θα είναι δυσεύρετα. Η αντισυμβατικότητα χρειάζεται φράγκα αλλιώς είναι απλά μια φτωχολογιά με άποψη. Δεν μπορείς να λες θεωρίες με άδειο στομάχι εκτός αν είσαι ο Βούδας όποτε πάω πάσο. Αλλά δεν νομίζω ότι είσαι. Κάνεις μας δεν είναι.
Όταν πεινάς ξεχνάς αντιστάσεις και παπαριές. Εξουσία θέλεις και ας σε ταΐζει αυτή για να λες ότι θες. Εξουσία θέλεις γιατί φοβάσαι πως αυτό που έχεις μέσα σου δεν είναι τίποτα όταν βγαίνεις από το φράχτη και έχεις μπροστά σου τον ορίζοντα. Και να σε πετούσαν έξω από τη γυάλα μέσα θα γύριζες γιατί εδώ που τα λέμε ψάρι έξω από το νερό δε ζει κι όσα δοκιμάζουν καταλήγουν στο τηγάνι.
Ναι, εσύ πες με φοβιτσιάρα.
Τυλιγμένοι στις καρό μας κουβέρτες στον καναπέ μας είμαστε μια χαρά. Δε μας συμφέρει να ξεβολευτούμε. Αλλά και σ' αυτό δεν τη βρίσκουμε. Και λέμε πως ''μια μέρα θα…''
Τελικά ακόμα τίποτα δεν έχω κάνει και όλα τα ξεσπάσματα της εφηβείας κατέληξαν σε μια οδυνηρότερη αποτυχία, αυτή της παραδοχής των γεγονότων. Της ενηλικίωσης. Έρχεται κάποια στιγμή που συμφωνείς με τους γονείς σου. Η αντισυμβατικότητα κάποια στιγμή χάνει το πέπλο που της σκέπαζε το πρόσωπο, εκεί στο πρώτο χειμώνα στον πρώτο υγρό βήχα.
Έτσι που λες. Ο κώλος θέλει θρέψιμο. Θα πεις, δεν θέλω να ζω με υποκοριστικά, με χαλάει η δουλίτσα, το φαγάκι, το σπιτάκι, η ζωούλα. Αλλά χωρίς δουλίτσα δεν μπαίνουν λεφτάκια στην τσέπη. Και χωρίς λεφτάκια δεν υπάρχει φαγάκι κι άμα σου λείψει το φαγάκι να δεις πως θα πεις «μαμά». Όταν δεις τα σκούρα. Τότε. Έτσι αφήνεις κάποια στιγμή πίσω τους μποεμισμούς που λέγαμε και παίρνεις τη δικιά σου καρό κουβέρτα.
Δε σε χαλάει καθόλου να σου πω την αλήθεια, κι ας λες μαλακίες στα μπαράκια μετά στους φίλους σου, πως αν ήσουν… τότε… ναι, ναι. Το ξέρουμε. Τα ίδια θα κάνες. Πόσο εκνευριστικοί οι άνθρωποι της μέσης. Μια μέρα… Εγώ αν ήμουν…
Δε μισείς τη Δευτέρα, μισείς τη δουλειά σου. Άλλαξε τη. Δε σε κρατεί τίποτα, ακόμα κι αυτά που νομίζεις πως είναι ανυπέρβλητα
''Και τι θα κάνω'' με ρωτάς. Ε πήγαινε κανένα ταξίδι άμα θέλεις να ζήσεις το ρομαντικό αντισυμβατικό σου όνειρο. Γίνε εθελοντής κάπου μακριά. Διάβασε βιβλία η γράψε τα. Ζωγράφισε. Κάνε παιδιά και παίξε μαζί τους τον ιππότη με το άλογο, έτσι όλα να ξεκινήσουν πάλι από την αρχή. Μαγείρεψε τους φαγάκι. Σπιτάκι. Ζεστουλα, κουβερτούλα.
Όχι κι άσχημα. Αλλά εσύ μπορεί να θέλεις, ακόμα και μετά απ όλα αυτά να τα φας στις πουτάνες. Κάνε το. Με ειλικρίνεια… δε με νοιάζει. Μαθαίνεις μόνο μέσω της εμπειρίας.
Και ίσως κανείς, ούτε οι μεν άνθρωποι στις κουβέρτες, οι τακτοποιημένοι, ούτε οι άλλοι οι ρομαντικοί, οι ασυμβίβαστοι, αυτοί που δεν έμειναν στη μέση και έκαναν το όνειρο τους με προσωπικό κόστος να μην είναι ευτυχισμένοι. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Φωτογραφία: Pexels