– «Εσύ που λες ότι είσαι φιλόζωη, θα εγκατέλειπες ποτέ τον σκύλο σου;»
– Όχι, ποτέ!
– Άκου λοιπόν μια ιστορία.
Σήμερα με επισκέφτηκε ένας νεαρός. Πριν οκτώ χρόνια είχε υιοθετήσει από εδώ ένα αδέσποτο, όταν ήταν ακόμη σχετικά μικρό, δύο χρονών.
Το αγαπούσε πολύ και του έδωσε το όνομα «Μπέλα», ήταν πραγματικά ένα πολύ όμορφο και έξυπνο ζώο. Την φρόντιζε και την είχε σχεδόν πάντα μαζί του, στη δουλειά, στη βόλτα, στο σπίτι, ήταν αχώριστοι.
Όμως πριν έναν χρόνο ο νεαρός έχασε την δουλειά του. Η κρίση, βλέπεις… Και όλα άλλαξαν στην ζωή του. Έψαχνε με επιμονή να βρει μια δουλειά, αλλά μάταια.
Ήρθε μια μέρα που δεν μπορούσε να ζήσει όχι μόνο τον εαυτό του, μα ούτε και τον πιστό του φίλο. Έτσι αποφάσισε να φύγει στην πρωτεύουσα, μήπως εκεί είχε μια δεύτερη ευκαιρία. Αρχικά θα έμενε στο σπίτι ενός φίλου, αλλά… χωρίς την "Μπέλα". Μου την έφερε πίσω, εξηγώντας μου ότι δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Θα προσπαθούσε όμως να βρει μια δουλειά και να γυρίσει πίσω. Και έφυγε… Η "Μπέλα", όταν τον είδε να φεύγει, άρχισε να γαβγίζει ασταμάτητα. Είχε κολλήσει τη μουσούδα της με απελπισία στο συρματόπλεγμα του φράχτη και τον κοίταζε μέχρι που απομακρύνθηκε. Δεν σταμάτησε να κλαίει για μέρες….
Ο νεαρός επέστρεψε στην Αθήνα και ήταν αποφασισμένος να βρει μια δουλειά. Είχε τόσα πτυχία, μιλούσε τρείς γλώσσες… Δεν μπορεί, κάτι θα έβρισκε. Του είχαν υποσχεθεί πως θα τον σύστηναν σε μια μεσιτική εταιρία και έπιασε δουλειά προσωρινά. Με τα πρώτα χρήματα νοίκιασε ένα δωμάτιο, αγόρασε έναν καναπέ-κρεβάτι μεταχειρισμένο και έβγαλε εισιτήρια … Αναζητούσε τον πιστό του φίλο και επέστρεψε στο νησί να τον πάρει πίσω μαζί του. Τίποτε δεν θα τους χώριζε ξανά. Ή έτσι τουλάχιστον νόμιζε.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και η εταιρία που δούλευε έκλεισε. Βλέπεις, δεν αγοράζονταν και τόσα σπίτια πια… Ο νεαρός βρέθηκε στο δρόμο, ξανά. Δίχως χρήματα για νοίκι, για φαγητό, πού να βρει φαγητό για τον πιστό του φίλο… Γρήγορα ο σπιτονοικοκύρης του έστειλε μήνυμα ότι δεν είχε άλλη υπομονή και ήθελε τα ενοίκια.
Ο νεαρός άρχισε από το πρωί μέχρι αργά τη νύχτα να ψάχνει για δουλειά, να στέλνει βιογραφικά, να πηγαίνει σε συνεντεύξεις. Όταν γύριζε απογοητευμένος σπίτι το βράδυ, η "Μπέλα" ήταν το μόνο πλάσμα που τον περίμενε. Τα βιβλία του στην μικρή βιβλιοθήκη και η "Μπέλα" στον καναπέ να τον περιμένει εκεί για ώρες. Δεν ήξερε τί να κάνει…. Άρχισε να πουλάει τα βιβλία του για να αγοράσει λίγη τροφή για τον ίδιο και τον σκύλο του.
Μια μέρα τα βιβλία του τελείωσαν. Δεν είχε πια τίποτε άλλο αξίας, που θα μπορούσε να πουλήσει. Σωριάστηκε χάμω, πήρε την "Μπέλα" αγκαλιά και έκλαιγε… Η "Μπέλα" σαν να ένιωθε τον πόνο του, τον πλησίασε με την μουσουδίτσα της και έγλυφε τα δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλά του.
Δεν είχε άλλη επιλογή. Αδιέξοδο.
Δεν μπορούσε να την κρατήσει.
Δεν μπορούσε καν να φροντίσει τον εαυτό του…
Προχθές, πήρε το καράβι μαζί με την Μπέλα και ήρθε στο νησί. Από το λιμάνι με το λεωφορείο μέχρι την στάση και ανηφόρισαν μαζί το λόφο μέχρι την σιδερένια πόρτα. Ήταν μούσκεμα από την βροχή.
Στάθηκε μπροστά μου και μου είπε: ‘’Δεν μπορώ να την κρατήσω άλλο. Προσπάθησα, αλλά δεν βρίσκω δουλειά. Σε παρακαλώ κράτησέ την, φρόντισέ την. Εγώ είμαι ανήμπορος να την φροντίσω. Σε παρακαλώ μην πεις όχι. Δεν έχω κανέναν άλλον…’’
Τί να έκανα; Την πήρα μέσα και εκείνος πριν φύγει έσκυψε, την αγκάλιασε και για πολύ ώρα την χάιδευε και της μίλαγε, λες και εξηγούσε σε ένα μικρό παιδί:
«Μπέλα μου, κατάλαβε με, δεν ξέρω τί να κάνω.
Πρέπει να μείνεις εδώ.
Εγώ δεν έχω χρήματα να σε φροντίσω.
Θα υποφέρεις μαζί μου.
Εδώ θα σε προσέχουν, θα σε ταΐζουν, θα έχεις παρέα.
Σε παρακαλώ, κατάλαβέ με.
Σ’ αγαπώ».
Το σκυλί έσκυψε το κεφάλι του και προχώρησε προς τα μέσα, δίχως να γυρίσει να τον κοιτάξει…
Αυτή την φορά δεν γάβγισε, δεν έκλαψε, δεν αντέδρασε όπως την πρώτη φορά.
Σαν να κατάλαβε το σκυλί, να ένιωσε την απόγνωση του αφεντικού του.
Γύρισα να τον κοιτάξω. Τον είδα να κλαίει και χάθηκε μες την βροχή»
Φωτογραφία: Sergey Yartsev