Το 1930, ανατέθηκε σε ομάδα ερευνητών από το Harvard Business School,
μία έρευνα που αφορούσε εργαζόμενους, για λογαριασμό μιας μεγάλης εταιρίας τεχνολογίας. Η έρευνα διεξήχθη σε ένα εργοστάσιο κοντά στο Σικάγο. Σύμφωνα με το πρόγραμμα, θα καλούσαν μια μικρή ομάδα εργαζομένων για να δοκιμαστούν σε διάφορες νέες συνθήκες εργασίας, πριν εφαρμοστούν σε όλη την μονάδα παραγωγής. Προς έκπληξη των ερευνητών, οι εργαζόμενοι ήταν θετικοί σε όποια παραγωγική δοκιμασία τους ζητούνταν και κάθε φορά που την εφάρμοζαν η παραγωγικότητά τους αυξάνονταν. Για παράδειγμα: Οι ερευνητές προσκάλεσαν τους εργαζόμενους να εργαστούν σε ισχυρότερο φωτισμό και η παραγωγικότητά τους αυξήθηκε. Έπειτα δοκίμασαν σε χαμηλότερο φωτισμό και η παραγωγικότητά τους αυξήθηκε επίσης. Έπειτα μείωσαν κι άλλο το φωτισμό και η παραγωγικότητά τους συνέχιζε να αυξάνεται ακόμη και με το φως του φεγγαριού.
Σε μία άλλη δοκιμασία, οι ερευνητές πρότειναν στους εργαζόμενους να εργάζονται λιγότερες ώρες, και η παραγωγικότητα αυξήθηκε πάλι. Οι δοκιμασίες έδειξαν ότι όσο περισσότερα διαλλείματα έκαναν και λιγότερη ώρα αφιέρωναν στην εργασία, τόσο η παραγωγικότητα αυξάνονταν. Όταν πάλι τους ζητήθηκε να αυξήσουν τις ώρες εργασίας, η παραγωγικότητα αυξήθηκε και πάλι. Συγκεντρώνοντας τα αποτελέσματα της έρευνας, αποδείχτηκε ότι οτιδήποτε και να ζητηθεί από τους εργαζόμενους η παραγωγικότητά τους θα αυξηθεί.
Η ερευνητική ομάδα του Harvard κατέληξε ότι τα αποτελέσματα δεν είχαν καμία σχέση με την δοκιμασία που τους ζητούνταν κάθε φορά. Απομονώνοντας μία μικρή ομάδα εργαζόμενων να συμμετέχει σε μία εξειδικευμένη έρευνα του Harvard, οι εργαζόμενοι αισθάνθηκαν σημαντικοί και πολύτιμοι. Η ιδιαίτερη σημασία που τους δόθηκε, ενίσχυσε το “εγώ” τους και τους δημιούργησε θετικά συναισθήματα τα οποία τους ενθάρρυναν να αυξήσουν την παραγωγικότητα. Το φαινόμενο αυτό βρήκε έπειτα πολλές εφαρμογές στις επιχειρήσεις, τόσο σε επίπεδο της παραγωγής όσο και στο marketing.
Source: The Human Problems of an Industrial Civilization.