Καθόμουν στο μπαλκόνι του καφέ, απολαμβάνοντας ένα λευκό κρασί.
Μπροστά μου η θάλασσα,
και από την παραλία έρχονταν μία γυναίκα με ένα μικρό παιδί
πιασμένο από το ένα χέρι,
και ένα μικρό σκυλάκι πιασμένο από το άλλο.
Τόσο ήρεμο τοπίο,
τόσο ήρεμα πρόσωπα,
τόσο αρμονική εικόνα,
τόσο κανονική ζωή.
Μία παραλία μία γυναίκα που κρατάει στα χέρια της ένα παιδί και ένα σκυλάκι.
Και οι δύο φορούν μάσκα.
Έχουμε πανδημία,
μία βόλτα στην παραλία είναι η έξοδος τους για εκείνη την ημέρα,
ίσως για εκείνη την εβδομάδα.
Η έξοδος για έναν καφέ είναι ένα σημαντικό γεγονός,
είναι σαν γιορτή,
δεν είναι μέρος της κανονικότητας.
Μία παραλία, μία γυναίκα κρατά στο χέρι της ένα παιδί.
Είναι το παιδί της.
Είναι ανύπαντρη μητέρα,
μεγαλώνει μόνη της το παιδί,
αυτή είναι μία βόλτα που έρχεται πιο κοντά σε αυτό,
το νιώθει, το εκπαιδεύει,
το προετοιμάζει για την ζωή.
Μία παραλία, μία γυναίκα μόνη κρατά στο χέρι της ένα σκύλο.
Είναι ανεξάρτητη, εργάζεται και γυρνώντας σπίτι έχει μόνο μία παρέα.
Τον μάξ.
Είναι εκείνος που γεμίζει το κενό,
που δεν μπόρεσε να καλύψει η εργασία ή κάποιος άλλος άνθρωπος.
Μία γυναίκα κρατά στο ένα χέρι της ένα κοριτσάκι και στο άλλον έναν σκύλο.
Προσπαθούν να περάσουν απέναντι το ποτάμι για να σωθούν.
Πίσω τους διακρίνονται οι στρατιώτες που τους καταδιώκουν.
Κατάφεραν να τους ξεφύγουν, κατάφεραν να ξεφύγουν από τον πόλεμο.
Όλη τους η ζωή είναι η προσπάθεια τους να περάσουν το ποτάμι.
Κάθε “κανονικότητα”
κάθε ιστορία,
αλλάζει δραματικά όταν αλλάξει ένας μόνο χαρακτήρας της,
ένας ρόλος,
ένα στοιχείο της.
Για να επιτευχθεί η πολυπόθυτη “κανονικότητα”,
ή η ιδανική ιστορία,
θα πρέπει όλοι οι χαρακτήρες,
να είναι παρόντες,
και να έχουν τον ρόλο που πρέπει.