Δεκαπέντε άγνωστες στιγμές του μεγαλύτερου επαναστάτη του 20ου αιώνα, από τα παιδικά του χρόνια και την εφηβεία ως το πέρασμα στην Ιστορία και το μύθο. ‘Άγνωστες πτυχές που αναδεικνύουν την οξύτητα και το βάθος της σκέψης ενός χαρακτήρα που ενέπνευσε και εξακολουθεί να εμπνέει χιλιάδες ανθρώπους σε όλον τον κόσμο.
Από το ημερολόγιο ‘’ Che, κάθε μέρα επανάσταση’’.
Τα πρώτα βήματα μιας μεγάλης πορείας
Λίγες ημέρες πριν ο Ερνέστο κλείσει τα δύο, πάει με την μητέρα του στο ποτάμι.
Το παιδί έκανε μπάνιο και την ίδια νύχτα προσβλήθηκε από οξεία πνευμονία.
Το επειδόσιο αυτο σήμανε την εκδήλωση του άσθματος, που θα έχει κεντρικό ρόλο στη βιογραφία του Ερνέστο Γκεβάρα.
Το άσθμα…
«Είναι πιθανό η ίδια αρρώστια να τον σκλήρυνε, με την έννοια ότι έμαθε να ελέγχει τον εαυτό του και να μην παρασύρεται από την οργή και την αυθυποβολή. Υποθέτω ότι γενικά η ταλαιπωρία που του προκαλούσε το άσθμα καλλιέργησε μια αυτοάμυνα» είχε πει ο πατέρας του Ερνέστο, Ερνέστο Γκεβάρα Λιντς.
Περιορισμοί
Οι σωματικοί περιορισμοί αναπτύσσουν τον εσωτερικό κόσμο του Ερνέστο και του δίνουν την χαρακτηριστική αποφασιστικότητα του ενήλικα.
Θυμωμένος, επειδή δεν θέλει να συμπεριληφθεί σ’ αυτήν την φωτογραφία πετυχαίνει να ξεχωρίζει ακριβώς λόγω των ρούχων που τον προσδιορίζουν ως άρρωστο.
( στη φωτογραφία ο Ερνέστο με τα αδέλφια του, στη σειρά, τη Σέλια, την Άνα Μαρία, τον Ρομπέρτο και τους γονείς του στην πισίνα).
Το άθλημα
Αν κάποιο άθλημα ήταν απαγορευμένο για τον Ερνέστο, αυτό ήταν το ράγκμπι. Θα αρχίσει να παίζει, παρ’ όλες τις συστάσεις για το αντίθετο.
Στο γήπεδο του ράγκμπι ο ίδιος βαφτίζει τον εαυτό του ‘’Μαινόμενο Σέρνα’’.
Ο ‘’Fuser’’ τα δίνει όλα αλλά δεν φτάνει πάντα στο τρίτο ημίχρονο. Συνήθως κάποιος φίλος ή συγγενής τον περιμένει έξω από τον αγωνιστικό χώρο για να τον βοηθήσει.
Η γιαγιά Άνα και η Ιατρική
Μετά την δευτεροβάθμια εκπαίδευση, οι οικογενειακές προσδοκίες, πιέζουν τον πρωτότοκο γιο. Ανακοινώνει πως θα μείνει στην Κόρδοβα για να σπουδάσει μηχανικός.
Όμως η γιαγιά του, από την πλευρά του πατέρα του, η Άνα, αρρωσταίνει βαριά στο Μπουένος Άιρες κι εκείνος θα πάει εκεί και θα τη φροντίσει μέχρι το θάνατο της.
Ενόσω περιποιούνταν την γιαγιά του, βιώνει την πρώτη προσωπική του αποκάλυψη. Έχοντας έρθει αντιμέτωπος με την αρρώστια από τα πρώτα χρόνια της παιδικής του ηλικίας, αποφασίζει να σπουδάσει ιατρική. Ο Ερνέστο δεν θα μείνει να σπουδάσει τις μηχανές. Θα πάει στο πανεπιστήμιο του Μπουένος Άιρες. Ελπίζει να βρει ο ίδιος το φάρμακο για την αλλεργία του και θα διαλέξει αυτήν την ειδικότητα.
Η πλήξη της συμβατικής νιότης
Η νιότη του Ερνέστο ήταν αυτή ενός συνηθισμένου σπουδαστή ιατρικής, ο οποίος μπορεί να μην διακρινόταν στις σπουδές του αλλά έφτιαχνε τη βιβλιοθήκη του με έναν εκλεκτικισμό χωρίς προκαταλήψεις. Αυτά τα χρόνια το ενδιαφέρον του επικεντρωνόταν στη φιλοσοφία, από την αρχαιοελληνική ως τη σύγχρονη.
Το πάθος της φωτογραφίας
Tο πάθος του Ερνέστο για την φωτογραφία ξεκινά. Θε εξελιχθεί σε μανιώδη φωτογράφο που με την μηχανή του θα απαθανατίζει πρόσωπα και μέρη.
Στα κατοπινά του ταξίδια αρεσκόταν ιδιαίτερα να φωτογραφίζει αρχαιολογικούς χώρους.
Περιπλάνηση στο εσωτερικό της Αργεντινής με ποδήλατο
Η δράση που ενυπάρχει στη φύση του Ερνέστο ξυπνά και στις αρχές του 1950 αποφασίζει να ξεκινήσει ένα ταξίδι για να βρει την τύχη του.
Προσθέτει ένα μοτεράκι στο παλιό ποδήλατο Micron και αρχίζει μια περιπλάνηση στο εσωτερικό της Αργεντινής. Θα καλύψει συνολικά 4.500 χιλιόμετρα.
« Συνειδητοποιώ ότι έχει ωριμάσει μέσα μου κάτι που εδώ και καιρό μεγάλωνε στο σαματά της πόλης: το μίσος προς τον πολιτισμό, τη βάρβαρη εικόνα των ανθρώπων που πηγαινοέρχονται σαν τρελοί στο ρυθμό αυτού του τρομερού θορύβου» έγραφε ο Ερνέστο Γκεβάρα.
Η αφιέρωση
Προτού φύγει για το ταξίδι του ο Ερνέστο, στέλνει στους φίλους του ένα πορτρέτο πάνω στο ποδήλατο.
Η αφιέρωση στη φωτογραφία: «Στις θαυμάστριες μου από την Κόρδοβα. Από τον βασιλιά των δρόμων».
Ο έρωτας
Το 1950 γνωρίζει τη Μαρία δελ Κάρμεν Φερέιρα, την ‘’Τσιτσίνα’’, μικρή κυρία της αριστοκρατίας της Κόρδοβα.
Πέραν του έρωτα, η Τσιτσίνα, του προσφέρει εξαιρετικές ευκαιρίες για να ασκηθεί στην ειρωνεία και να σοκάρει τον μπουρζουά πατέρα της.
Το κάλεσμα του δρόμου
Τον Οκτώβριο του 1951 ο Ερνέστο συναντιέται με τον φίλο του Αλμπέρτο Γρανάδο στην Κόρδοβα. Ο Γρανάδο του προτείνει να ταξιδέψουν μαζί στην Λατινική Αμερική με εκατοντάδες στάσεις, καβάλα στη Νόρτον του. Η πρόταση γίνεται πράξη σχεδόν αμέσως και τα αγόρια είναι έτοιμα σε έναν μήνα.
«Η πρώτη μας εμπειρία στους άστρωτους δρόμους ήταν ανησυχητική: εννιά πεσίματα, μέσα σε μία μόνο ημέρα. Ωστόσο ξαπλώνοντας στους υπνόσακούς μας, το μόνο κρεβάτι που θα είχαμε στο εξής, δίπλα στην Δυνατή στο σαλιγκαροειδές αυτό κατάλυμα, προσβλέπαμε στο μέλλον με ανυπόμονη χαρά. Ήταν σαν να εισπνέαμε πιο ελεύθερα έαν αέρα πιο ελαφρύ που ερχόταν από πέρα, από την περιπέτεια. Χώρες μακρινές, ηρωικά συμβάντα, όμορφες γυναίκες στριφογύριζαν στην ταραγμένη φαντασία μας» έγραφε ο Ερνέστο.
Αυτοανάλυση
Το οδοιπορικό των δύο φίλων είναι ένα προσκύνημα- κάθε σταθμός αντιστοιχεί σ έναν τόπο προσκύνησης της φτώχειας- αλλά λειτουργεί και σαν αυτοανάλυση μέσα στη δράση.
«Πετίσο, έτσι έχουν τα πράγματα. Κορόνα και γράμματα, το νόμισμα έχει πάντα δυο όψεις. Η ομορφιά του τοπίου και ο φυσικός πλούτος της γης σε αντίθεση με την φτώχεια αυτών που τη δουλεύουν» έλεγε ο Ερνέστο.
Η αναρρίχηση
Ο Ερνέστο στην διάρκεια του ταξιδιού, νιώθει μια ολοφάνερη ανάγκη να ανέβει ψηλά σε αναζήτηση αέρα και εικόνων ολότητας. Αναρριχάται στην ψηλότερη τότε (ύψους 90 μέτρων) τσιμινιέρα των χιλιανών ορυχείων απ’ όπου διαπιστώνει πόσο πλούτο έχει ακόμη να βγάλει η εταιρία Μπράντεν, καθώς και στην απόκρημνη κορυφή Ουάινα Πίτσου στο Περού. «Ο γιος σου σ’ έχει πεθυμήσει ολόψυχα» έγραφε στη μητέρα του Σέλια, τον Ιούλιο του 1952.
Εν πλω στον Αμαζόνιο
Τον Ιούνιο του 1952 οι ταξιδιώτες φθάνουν στο Ικίτος, στη σέλβα του Αμαζονίου, για έναν νέο σταθμό του οδοιπορικού τους, το λεπροκομείο Σαν Πάμπλο, όπου θα μείνουν δώδεκα ημέρες. Οι άρρωστοι σε ένδειξη ευγνωμοσύνης φτιάχνουν μια σχεδία από κορμούς για τους αργεντίνους φίλους τους. Η σχεδία Μάμπο Τάνγκο θα ακολουθήσει το ρεύμα του Αμαζονίου μέχρι την κολομβιανή ακτή.
Ο αντιιμπεραλισμός
Τον Ιούλιο του 1952 οι δρόμοι των δύο φίλων χωρίζουν. Ο Αλμπέρτο βρίσκει δουλειά σ’ ένα λεπροκομείο στο Καράκας και ο Γκεβάρα μια θέση σ’ ένα φορτηγό αεροπλάνο που επιστρέφει στο Μπουένος Άιρες μέσω Μαιάμι.
Τώρα πια ο Ερνέστο έχει ένα καθαρό αντιιμπεριαλιστικό αίσθημα που τον κάνει να λέει στο φίλο του: «Προτιμώ να είμαι ένας αναλφάβητος Ινδιάνος παρά εκατομμυριούχος Βορειοαμερικάνος».
«Το ταξίδι αυτό επιβεβαίωσε την πεποίθηση πως η κατάτμηση της Αμερικής σε ασταθή και φανταστικά έθνη είναι απολύτως πλαστή. Είμαστε μία και μοναδική φυλή μιγάδων με τρομερές εθνογραφικές ομοιότητες από το Μεξικό ως τα στενά του Μαγγελάνου» έγραφε ο Ερνέστο.
Η υπόσχεση
Στην επιστροφή του στο δωματιάκι της οδού Αράος, ξανα διαβάζει το ταξιδιωτικό του τετράδιο και αντιλαμβάνεται ότι η εμπειρία του ταξιδιού τον έχει αλλάξει περισσότερο απ’ ότι μπορούσε να φανταστεί. Να μια υπόσχεση που φανερώνει την συγκινησιακή φόρτιση των είκοσι τεσσάρων χρόνων του: «Θα είμαι με το μέρος του λαού και το ξέρω, γιατί το βλέπω χαραγμένο στη νύχτα, ότι εγώ, ο εκλεκτικιστής ανατόμος δογμάτων και ψυχαναλυτής θεωριών, ουρλιάζοντας σαν δαιμονισμένος, θα ορμήξω στα χαρακώματα, θα βάψω τα όπλα μου στο αίμα…»