Search
Close this search box.

Ο ύπνος του μεσημεριού

12
2644

Ούτε που θυμάμαι πόσα καλοκαιριάτικα μεσημέρια έχω περάσει ως πιτσιρικάς προσπαθώντας  να παραμείνω ξάγρυπνος, κόντρα στις προσταγές των γονιών μου. Είτε στο σπίτι είτε στο χωριό, η μεσημεριανή κατάκλιση ήταν κανόνας απαράβατος. Ήταν άλλωστε μια εποχή, όχι πολύ μακρινή, που η κοινωνία μας είχε ακόμα το ωραίο συνήθειο της μεσημβρινής ραστώνης. Μαγαζάτορες, υπάλληλοι, στελέχη εταιριών, απλοί μεροκαματιάρηδες, αλλά και γιατροί και δικηγόροι έφευγαν απ’ τη δουλειά για φαγητό και ξεκούραση και επέστρεφαν φρέσκοι για την απογευματινή τους εργασία. 
 
Το να πάω για ύπνο το μεσημέρι φαινόταν τότε χαμένος χρόνος. Τα τζιτζίκια με καλούσαν μ’ όλη τη δύναμη της φωνής τους να δραπετεύσω από την πίσω πόρτα και να βγω παγανιά στη γειτονιά, όλο και κάποιος άλλος θαρραλέος φυγάς του ύπνου θα βρισκόταν να περνάγαμε καλύτερα την ώρα μας. Άξιζε το ρίσκο, το πολύ πολύ να το πλήρωνα με καμιά ξυλιά και με το κλασικό κήρυγμα για τις «ώρες κοινής ησυχίας». 
 
Αλλά κι όταν στριφογύριζα στο κρεβάτι μου φουρκισμένος, πάντα θα έβρισκα κάποια ενασχόληση για να νικήσω τον ύπνο. Κάτω από τις νυσταλέες «Χαρούμενες Διακοπές» κρυβόταν συνήθως μια λαθραία «Περιπέτεια», με τις ηρωικές φιγούρες του Λοχαγού Μαρκ, του Θλιμμένου Μπούφου και του Μίστερ Μπλουφ να εξάπτουν τη φαντασία μου, ή ένα τεύχος του περιπλανώμενου στην Άγρια Δύση «Λούκι Λουκ», του φτωχού πλην τίμιου καουμπόη με την ομιλούσα φοράδα και τον γκαφατζή σκύλο. Αναγνώσματα ζωντανά κι ευχάριστα για ένα αγόρι, που ακόμα και σήμερα δυσκολεύομαι να καταλάβω γιατί ήταν επικηρυγμένα απ’ τη γονική μήνι. Ο υπερσυντέλικος κι οι ιδιότητες του πολλαπλασιασμού, ας περίμεναν το Σεπτέμβρη τη σειρά τους. 
 
Σπάνια πια επιτρέπω στον εαυτό μου την πολυτέλεια ενός μεσημεριανού ύπνου. Ακόμα και τις ελάχιστες φορές που θα δοθεί η ευκαιρία, κάποιος θα βρεθεί να με επαναφέρει στη νέα πραγματικότητα. Μια κλήση από εταιρία τηλεφωνίας που έχει μια «ανεπανάληπτη» πρόταση να μου κάνει, κάποιος αγενής κυνηγός δόσεων  (αλήθεια, γιατί παίρνουν πάντα μεσημέρι;), κάποιος θόρυβος από έργα στη γειτονιά, θα μου στερήσει την απόλαυση που ως παιδί απέφευγα συστηματικά.
 
Πάει, τον χάσαμε και τον μεσημεριανό μας ύπνο, μαζί με άλλες πάμπολλες αλλοτινές μας συνήθειες, ψηφίδες ενός πολιτισμού που τείνει να εκλείψει οριστικά. 
Υιοθετήσαμε ρυθμούς ξενόφερτους, έναν τρόπο ζωής μακρινό, από μέρη χωρίς θέρος και καύσωνες. Αφομοιωθήκαμε λησμονώντας τις  ζωντανές αποχρώσεις του είναι μας και τη γλυκιά επίγευση των μικροπραγμάτων που μας έκαναν ξεχωριστούς. Ματαιοπονούμε άγαρμπα να χωρέσουμε στο κοστούμι μιας υποτιθέμενης παραγωγικότητας, όπως άλλοι την ορίζουν, και να εκπληρώσουμε στόχους ανέφικτους και ξένους. 
 
Κι όταν –φυσιολογικά- αποτυγχάνουμε να κολυμπήσουμε σε νερά που δε σηκώνουν το κορμί μας, νιώθουμε υστέρηση κι επίπλαστη κατωτερότητα, γιατί, τάχα, δεν είμαστε το ίδιο «αποτελεσματικοί» μ’ αυτούς που μας επέβαλαν τους δικούς τους κανόνες και τον δικό τους τρόπο ζωής. 

Φωτό: Constantine Manos, 1967 Greek Portfolio, Costa Manos- Magnum Photos

MEDIA

Video
Sound file

Συλλογές

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση