Υπάρχουν φορές που περνάω έξω απο κάποια εκκλησία και πριν κάνω το σταυρό μου, σκέφτομαι τι ταινία να παίζεται μέσα. Μη με παρεξηγήσετε, αλλα φταίει για το κόλλημά μου η αγάπη που έχω σε μια ιταλική ταινία του '88, το Σινεμά ο Παράδεισος του Τζουζέπε Τορνατόρε.
Η ιστορία του Τότο, ενός αγοριού που ανακαλύπτει τη μαγεία του σινεμά μέσα στην εκκλησία του χωριού του που χρησιμοποιείται τα βράδια ως κινηματογράφος και γίνεται φίλος με τον Αλφρέντο, τον μηχανικό προβολής, τον οποίο κι αντικαθιστά όταν αυτός τυφλώνεται σ' ένα ατύχημα. Ειλικρινά δεν ξέρεις τι να πρωτοθαυμάσεις εδώ. Την αναπαράσταση της Σικελίας στα τέλη του '40, τις τόσο φυσικές ερμηνείες, το για ακόμα μία φορά σπουδαίο score του Έννιο Μορρικόνε ή τον τρόπο που ο Τορνατόρε ξεδιπλώνει το ταξίδι της ενηλικίωσης του Τότο σα να τραβάει την κουρτίνα και στο δικό σου ξεχωριστό αυτό ταξίδι;
Και έπειτα είναι εκείνο το σημείο όπου ο Τότο, μεγάλος και τρανός πια, βάζει να δει στο δικό του σινεμά την μπομπίνα που άφησε γι' αυτόν πίσω του ο Αλφρέντο.
Και ξαφνικά, μπαμ! Όλα τα απαγορευμένα φιλιά που λογόκρινε κάποτε ο παπάς της εκκλησίας/κινηματογράφου, όλα τους ενώνονται σαν ένα καθώς εσύ κλαις κλαις κλαις και θες να βουτήξεις στην οθόνη, να ενωθείς και να χαθείς μαζί τους σαν φιλμ που πήρε φως και απο το πολύ φως κάηκε.
Και θυμάσαι ξανά όλα τα φιλιά που εσύ έδωσες ή δεν έδωσες ποτέ και όλους αυτούς τους έρωτες που έσβησαν ή ήταν πολύ σπουδαίοι για να συμβούν και νιώθεις τη καρδιά σου να κάνει επιπλέον χώρο για νέα ταξίδια, νέες αγάπες και νέα φιλιά που αυτή τη φορά ελπίζεις ότι δεν θα κοπούν απο την υπόλοιπη πορεία σου ποτέ.
Βλέπεις, έτσι διαλύονται οι ρομαντικές ψυχές και όσοι αγαπάνε τα βράδια του Σαββάτου: Περιμένοντας να ενωθούν με έναν έρωτα που θα παίζει σαν φιλί σε λούπα από μπομπίνα σε αίθουσα ιδιωτικής προβολής κάπου ανάμεσα στ'αστέρια.
Ως τότε λοιπόν…
Φωρογραφία: Gold Porter