Απέναντι απ' το σπίτι μας ζει, από πάντα, η κυρα Νίκη.
Κάθε πολύ πρωί ανοίγει τα παντζούρια και βγάζει έξω την κουβέρτα και το μαξιλάρι της να λιαστούν.
Μετά ρίχνει ψωμί που έχει μουλιάσει σε νερό σε μια άκρη του μπαλκονιού της και μόλις γυρίσει την πλάτη της να φύγει αρχίζουν να φτάνουν ένα-ένα τα πουλιά που την περιμένουν κάθε πρωί στο πεύκο απέναντι.
Αργότερα θα κατέβει για τον καφέ της μέρας.
Θα αφήσει στην εξώπορτα ένα πιάτο με ξηρά τροφή για τις γάτες και θα περπατήσει αργά ως την αδερφή της που μένει δίπλα.
Ίδια κοψιά αλλά πιο δυναμική η αδερφή της. "Είναι που έχει τον άντρα της", λέει η κυρα Νίκη, "άμα ζούσε ο Τάκης μου θα πέταγα".
Νωρίς το μεσημέρι μαζεύεται πάντα μέσα. Πριν νυχτώσει έχει κλείσει τα παντζούρια.
Καμιά εκκλησία, κανένας θάνατος, με τα ίδια μαύρα ρούχα και όλα κυλούν ήρεμα.
Προχτές ήρθαν από το δήμο να κόψουν το πεύκο της γειτονιάς, γιατί θα κάνει ζημιά στα καλώδια, είπαν.
Ε ρε, και ποιος είδε την κυρα Νίκη και δεν τη φοβήθηκε!
Βγήκε στο μπαλκόνι κραδαίνοντας τη μαγκούρα της και φώναζε ντροπή, "αφήστε βρε το δεντράκι κοτζαμ άντρες, κόψτε τα κλαδιά μόνο βρε που κακό χρόνο να μην έχετε" και τέτοιες πολλές βρισιές.
Το πεύκο γλύτωσε με γερό κλάδεμα και μέχρι να φύγουν οι εργάτες η κυρα Νίκη δεν κούνησε απ' το μπαλκόνι της. Καθόταν στην καρέκλα με όλα τα πουλιά τριγύρω της και τη μαγκούρα στο χέρι, σε περίπτωση που χρειαστεί ξανά.
Την άλλη μέρα το πρωί που έβγαλε το μαξιλάρι της έξω, σήκωσε το χέρι αργά σα χαιρετισμό και τα πουλιά άρχισαν να πετάνε προς εκείνη πριν τους δώσει το φαί τους. Παρακολουθούσα την στιγμή κι έτσι σα να μου φάνηκε πως το πεύκο ήταν που τα έσπρωξε προς εκείνη με κίνηση χαιδευτική, αέρινη.
Συμβαίνουν ακόμη θαυματάκια στις πόλεις.
Photo: CHARACTERS