Θέλω να ξεκαθαρίσω ένα πράγμα: Εμένα ο Bowie στην αρχή δεν μου άρεσε. Ουφ, το είπα και ξαλάφρωσα! Ναι, ο Bowie στην αρχή δεν μου άρεσε και ειδικά η φωνή του. Την έβρισκα πολύ τσιριχτή, αλλοπρόσαλλη, με εναλλαγές ασυνάρτητες, σχεδόν φάλτση. Φαντάζομαι στα 13 σου ορισμένες βλακείες σου επιτρέπονται… Όμως δεν μου άρεσε ο Bowie και θέλω να είμαι ξεκάθαρος με αυτό.
Δεν βοηθούσε βέβαια σε όλο αυτό και η απαξίωση με την οποία αντιμετωπιζαν οι μουσικοί γραφιάδες τον Bowie στις αρχές της δεκαετίας του '90. Ω, ναι! Μη κοιτάς τώρα τις 5άστερες κριτικές παντού, τα 'best new music' στο Pitchfork και την καθολική αποδοχή της ιδιοφυίας του. Τότε, μετά το καλλιτεχνικό ναδίρ των άλμπουμς του της δεκαετίας του '80 και το φιάσκο των Tin Machine, η μουσική βιομηχανία και όλα τα γρανάζια της επιδίδονταν σε ένα ανηλεές θάψιμο του Bowie, σχεδόν όπως συμβαίνει πάντα σε κάθε στραβοπάτημα μιας τόσο bigger-than-life προσωπικότητας: Ξεσπάει σαν κακό σπυρί όλη η ζήλια που καμουφλαριζόταν καιρό σε θαυμασμό και σχεδόν άπαντες πριονίζουν μπας και ρίξουν στο επίπεδό τους αυτό που ποτέ δεν θα φτάσουν. Κάπως έτσι λοιπόν κι εγώ τον έβλεπα σαν ένα μουσικό απολειφάδι του παρελθόντος και ήμουν πολύ cool και πολύ έφηβος για να ασχοληθώ με το παρελθόν.
Πρέπει να ήταν 1993 όταν απέκτησα τα πρώτα μου βινύλια Shakespeare's Sister, Στέρεο Νόβα και Madonna, αλλά επειδή και το βινύλιο έπρεπε να μικρύνει σε cd, αγόραζα με μανία Kate Bush, Tori Amos και Massive Attack… Σιγά σιγά ‘’ξεκλείδωσα’’ πολλά αριστουργήματα, μέχρι να διαμορφώσω το απαραίτητο μουσικό κριτήριο και να μη βασίζομαι στις ανοησίες του κάθε γραφιά. Κάπου εκεί μέσα επέστρεψε και ο Bowie με το Jump They Say, πρώτο single από το Black Tea, White Noise. Συμπαθητικό βίντεο κλιπ σκέφτηκα, αλλά εντάξει, έχουμε ακούσει/δει και καλύτερα.
Εκείνη την εποχή τα supermarkets έβαζαν δειλά-δειλά στις προθήκες τους τα πρώτα cds και αυτός ήταν ένας πολύ καλός λόγος να πηγαίνεις με τους δικούς σου για ψώνια. Όλο και κάποιο cd έμπαζα στο καλάθι κάτω από τη μορταδέλα λίγο πριν το ταμείο και έτσι τους υποχρέωνα να μου το πάρουν, μιας και με τόση λάμψη στα μάτια μου οι γονείς μου, που ποτέ δεν μου χαλούσαν χατήρι, δύσκολα θα έφερναν αντίρρηση.
Μεταξύ μορταδέλας και απορρυπαντικού για λευκότερα λευκά έφερα σπιτι τη διπλή συλλογή David Bowie|Singles 1969-1993 και εκεί όλα κούμπωσαν μαγικά: Ο σπαραγμός στη φωνή του, η διχρωμία στο βλέμμα, 'Ground control to Major Tom', ο Ζiggy και οι αράχνες του, οι πλατφόρμες, ο άνθρωπος που πούλησε τον κόσμο, οι δέκα στρώσεις μακιγιάζ, υπάρχει ζωή στον Άρη;, αυτή δεν είναι η Αμερική, ο Λεπτός Λευκός Δούκας, εγώ μπορώ να γίνω βασιλιάς και εσύ βασίλισσα και μαζί ήρωες έστω για μια μέρα, αυτό το shhhh στο China Girl και αργότερα, η ερμηνεία του στο Slow Burn που έρχεται σαν κύματα, η έκθεση στο V&A και η συγκίνηση στα μάτια της Γιούλης, οι νεορομαντικοί, τα φρικιά και ο πάσης φύσεως ευγενής ανένταχτος ή διαφορετικός.
Και αφού ο David διέταζε ότι ήταν εντάξει να είσαι διαφορετικός και να φαίνεσαι, αυτό ήταν νόμος.
Και αφού ο David διέταζε ότι ήταν εντάξει να είσαι διαφορετικός και να φαίνεσαι, αυτό ήταν νόμος.
Τότε μόνο κατάλαβα ότι εμένα ο Bowie μου άρεσε χωρίς καν να το ξέρω. Σχεδόν όπως όταν ερωτεύεσαι για πρώτη φορά, αλλά δεν μπορείς να κατανοήσεις ακριβώς αυτό που νιώθεις και σιχαίνεσαι, Θεέ μου, πόσο σιχαίνεσαι αυτές τις πεταλούδες στο στομάχι και όλο αυτό αντί για έρωτα το μεταφράζεις ως απέχθεια. Δεν γουστάρεις να μιλάς για αγάπη, κι όμως συνεχώς πάνω της πέφτεις. Περίπου όπως πάνω στον Bowie έπεφτε όλη η ποπ κουλτούρα από το '69 ως το απολύτως συνεπές art φευγιό του. Ένας αέναος εννοιολογικός μετασχηματισμός με τη μορφή ανθρώπου ή μάλλον, ας μη γελιόμαστε, εξώκοσμης οντότητας.
Καμιά φορά όταν αυτή η ζωή σε ρίχνει, αξίζεις να σκεφτείς αυτό: Από τα 4.54 δισεκατομύρια χρόνια που γυρίζει αυτή η Γη, εμείς είμασταν αρκετά τυχεροί να συνυπάρξουμε την ίδια εποχή που έζησε ο David Bowie. Παίξε τώρα πάλι το Wild Is The Wind, άφησέ το να σκαλίσει μεγαλειώδη τοπία μέσα σου και ξελαρυγγιάσου καθώς (μάταια) θα προσπαθείς να πιάσεις τις δικές του νότες. Γιατί είναι εντάξει να είσαι διαφορετικός.
Το είπε ο Bowie.
Photo credits: Masayoshi Sukita