Νιώθεις παράξενα όταν σε ακουμπά η δύναμη του κακού.
Όταν σου καταστρέφει κάτι που αγαπάς, όταν σου αφαιρεί κάτι δικό σου, αγαπημένο. Και αισθάνεσαι πολύ χειρότερα, όταν νιώθεις ανήμπορος να αντιδράσεις ή να ερμηνεύσεις πράξεις και παραλείψεις, να βρεις δικαίωση και να επανακτήσεις τα απολεσθέντα.
Οι αναμνήσεις διαδέχονται η μια την άλλη με παράξενη ταχύτητα: ο μικρός μου γιος που κλαίει στη μέση του δρόμου σπαραχτικά· ο μεγάλος που φωτογραφίζει απανωτά τις αποδείξεις· κι εγώ που περιμένω το περιπολικό να φτάσει στην οδό Αγησιλάου, στο Μεταξουργείο, -εκεί όπου κάποιος έσπασε το τζάμι του αυτοκινήτου μου, κατέστρεψε την κλειδαριά και αφαίρεσε μια σχολική τσάντα και μια θήκη με συλλογή από κάμερες -, για να καταθέσω τη μαρτυρία μου, για να κάνω το χρέος μου ως πολίτης στην καταγραφή της εγκληματικότητας.
Σταδιακά πέφτει το σκοτάδι, η τσάντα με το βιβλία των Μαθηματικών και της Γεωγραφίας και μια κασετίνα με χρώματα δεν βρίσκεται στους κάδους των γειτονικών οδών όπου την αναζητούμε, αφού ο κλέφτης θα την πέταξε, μόλις συνειδητοποίησε ότι δεν άξιζε τίποτα· οι αστυνομικοί της άμεσης δράσης είναι ευγενικοί αλλά κουρασμένοι- ποιος ξέρει τι θα έχουν δει τα μάτια τους αυτήν τη μέρα; γιατί πόσο συγκλονιστική μπορεί να είναι εν τέλει η διάρρηξη ενός αυτοκινήτου και η αρπαγή μερικών αντικειμένων, μπροστά σε συγκρούσεις, ξυλοδαρμούς ή και φόνους;- αλλά ο μικρός που δεν σταματά το κλάμα μπροστά στην απώλεια της σχολικής του τσάντας με κάνει να πάρω το δρόμο για την οδό Βερανζέρου.
Σταθμεύω μπροστά στο κτίριο παραβλέποντας τους κανόνες, αφού η παρουσία δύο ανηλίκων μαζί μου, σε συνδυασμό με το σπασμένο τζάμι, μού δίνουν το άλλοθι. Στον ανελκυστήρα ένας αστυνομικός με στολή χαϊδεύει τον μικρό στα μαλλάκια του λέγοντάς του ότι την άλλη μέρα θα γλυτώσει από τις ασκήσεις των Μαθηματικών στο σχολείο, αφού το βιβλίο είναι στα χέρια του κλέφτη.
Αλλά όταν ανοίγει η πόρτα, στον τρίτο όροφο, ο χρόνος ακινητοποιείται και ο χώρος γίνεται σκηνικό σουρεαλιστικής ταινίας. Μερικοί νεαροί απροσδιόριστης εθνικότητας στέκονται στην είσοδο. Είναι κοντοί, λεπτοί και μαυριδεροί. Ο ένας έχει ένα μάτι, γιατί το άλλο είναι νεκρό, εκ γενετής ή από ατύχημα,-μπορεί και από πόλεμο- δεν ξέρω. Έχει στον αριστερό του ώμο έναν μικρό πράσινο παπαγάλο. Δίπλα τους μια κακοβαμμένη, γερασμένη πόρνη, που μας λέει με βραχνή φωνή και παράπονο μικρού παιδιού: «Αυτοί εκεί μέσα δεν μου μιλάνε ευγενικά».
Δεν ξέρω αν πρέπει να οπισθοχωρήσω μαζί με τα παιδιά, να κατέβω στο ισόγειο και να φύγω τρέχοντας. Σαν θύμα μαγείας ανοίγω την πόρτα -ενώ σκέφτομαι ότι μπορεί κανείς να κολλήσει ηπατίτιδα μέσα κει- και κατευθύνομαι προς το γραφείο του αξιωματικού υπηρεσίας. Μου ζητούν να περιμένω στην αίθουσα αναμονής, με τα παιδιά μου. Το πάτωμα έχει ίχνη από πατούσες με μελάνι. Το βλέμμα μου πέφτει σε ένα παράξενο μηχάνημα, που φαίνεται να είναι για λήψη αποτυπωμάτων. Πώς έγιναν τα σημάδια από τις πατούσες δεν μπορώ να καταλάβω, αλλά ο χώρος έχει κάτι από βρωμιά και εγκατάλειψη. Πιο κει μια πράσινη πόρτα, μεταλλική με ένα παραθυράκι. Σκέφτομαι ότι θα είναι μια αποθήκη, ένα αρχείο φακέλων ίσως, μέχρι να αναθεωρήσω συγκλονισμένη. Δύο νέοι χαμένοι σε έναν κόσμο δικό τους βγάζουν το κεφάλι τους από το παραθυράκι και μας κοιτάνε. Είναι σαν πρωταγωνιστές σε ταινία με αναστημένους νεκρούς. Η πράσινη πόρτα έχει αποκαλυφθεί: οριοθετεί το κελί, όπου συσσωρεύονται οι απόκληροι μιας κοινωνίας που νοσεί. Ο νέος με τον παπαγάλο στον ώμο και το νεκρό του μάτι μπαίνει κρατώντας μια σακουλίτσα με τσιπς και ζητά να τα δώσει σε έναν από τους κλεισμένους πίσω από την πράσινη πόρτα. Ο αξιωματικός υπηρεσίας έρχεται και του μιλά με υπομονή και ανθρωπιά. Πώς τα καταφέρνει να τα διατηρεί στην ψυχή του αυτά, σε ένα τέτοιο περιβάλλον;
Ο πράσινος παπαγάλος, η πράσινη πόρτα, οι πατούσες στο πάτωμα, ο αστυνομικός που μιλά στον μονόφθαλμο, ο αέρας που λείπει, η επιτομή μιας παρακμής. Πρέπει να φυγαδεύσω τον μικρό μου, να μην δει άλλο, να μην χάσει κι άλλο κομμάτι από την παιδικότητά του.
Ζητάω από τον αστυνομικό να πει στον νέο με τον παπαγάλο να πάει πιο κει για να περάσουμε, μην μας επιτεθεί ο παπαγάλος, -«μπορεί να μεταδώσει ψιττάκωση» του λέω. Και η άμοιρη κοντή πόρνη κι αυτή πιο κει, μαζί με όλους τους άλλους. «Θα έρθω μια άλλη φορά μόνη μου, για τη μήνυση» εξηγώ κι εκείνος διατάζει όλους τους ηθοποιούς της γκροτέσκο παράστασης να μετακινηθούν πιο κει, για να φτάσουμε ως την πόρτα του ανελκυστήρα. Στο ισόγειο κάποιοι αστυνομικοί επιβιβάζονται βιαστικοί σε ένα περιπολικό, ο φρουρός της εισόδου χαμογελά στον μικρό κι εγώ σκέφτομαι ότι οι νεαροί αξιωματικοί έγραψαν 17.000 μόρια στις πανελλαδικές και κατέληξαν να δουλεύουν στον χώρο με την πράσινη πόρτα και τον … πειρατή, που έφερε μαζί του το αγαπημένο του κατοικίδιο στη χώρα μας από τη μακρινή του πατρίδα.
Ίσως αυτός ο μικρός πράσινος παπαγάλος να είναι η μόνη του παρέα και παρηγοριά στο βρωμερό εγκαταλελειμμένο κτίριο, όπου κοιμάται παρέα με μερικούς ακόμη Ασιάτες, που ονειρεύτηκαν κάποτε μια καλύτερη ζωή και ήρθαν προς τη Δύση, αγκαλιά με μια φρούδα ελπίδα. Η πόρνη θα ήταν πριν χρόνια μια κοπέλα με όνειρα, που κατρακύλησαν στη λάσπη του αγορασμένου σεξ. Κι ο αστυνομικός, που χάιδεψε τα μαλλιά του μικρού μου και του έδωσε τη θετική πλευρά της απώλειας της τσάντας, θα γυρίσει τα ξημερώματα στο δικό του σπίτι και θα χαϊδέψει τα δικά του παιδάκια, που θα κοιμούνται αμέριμνα, σίγουρα ότι ο πατέρας τους θα γυρίζει πάντοτε από τη δουλειά του και θα τους αγοράζει μικρά δώρα, με ό,τι περισσέψει από τα 1000 ευρώ που παίρνει τον μήνα.
«Ουδείς εκών κακός» λέω στα παιδιά μου και αναλύω, επικαλούμενη τον Σωκράτη, καθώς σταματώ στο κόκκινο φανάρι της Πατησίων. Προσπαθώ να βρω ελαφρυντικά στον κλέφτη που πήρε τα βιβλία και τις κάμερες. «Πεινούσε» λέω. Κι ο μικρός αφοπλιστικά απαντά: «Αν πεινούσε, θα είχε πάρει τη σακούλα με τις μπανάνες, που είχες ξεχάσει χθες, όταν γύρισες από το σούπερ μάρκετ».
Δεν έχει νόημα να προσπαθήσω να πω τίποτε άλλο. Κάποτε θα καταλάβει. Θα μάθει για τα ναρκωτικά, για τη θολούρα του ανθρώπου που αναζητά τη δόση του, εκείνου που μπορεί ακόμη και να σκοτώσει, ώστε να την αποκτήσει· για την αδιαφορία των πολιτικών· για τη σωρεία λαθών επί δεκαετίες· για την παρακμή μιας κατ’ όνομα δημοκρατίας και για τη νοσηρότητα της καθημερινότητας στο αστικό κέντρο, που οδηγεί τους Αθηναίους στα ψυχοφάρμακα, δήθεν για να μην αισθάνονται την απειλή που επικρέμαται.
Ίσως τελικά η τσάντα με τα βιβλία να πέσει στα χέρια κάποιου φτωχού μικρούλη, που ζει σε κάποιο στενό κάτω από την Ομόνοια.
Ίσως μέσα κει στεγάσει τα όνειρά του για Γνώση, τον μόνο δρόμο για να αλλάξουμε επιτέλους κάτι σε αυτόν τον κόσμο. Ίσως…