Να πώς κατέγραψε ο Οδυσσέας Ελύτης στα Ανοιχτά χαρτιά την εμπειρία που είχε από την επαφή του με τον Άγγελο Σικελιανό:
«Ήταν ένα καλοκαίρι, δυο χρόνια μετά την απελευθέρωση. Ο Σικελιανός έμενε τότε στην Κηφισιά, σ’ ένα μεγάλο παλιό σπίτι με ψηλοτάβανα κι αερικά δωμάτια, τραβηγμένο στο βάθος ενός περιβολιού εγκαταλειμμένου, μ’ εδώ κι εκεί πανύψηλα γέρικα πεύκα και μια στέρνα στην άκρη. Τη ζέστη δεν την εμπόδιζε σχεδόν τίποτε να κυκλώνει από παντού και να φλογίζει το πέτρινο αυτό κτίσμα, προπάντων στις ώρες του μεσημεριού. Κι ήταν τέτοιες ώρες ακριβώς που είχα διαλέξει να πάω, χωρίς καθόλου να τον προειδοποιήσω – δεν είχε άλλωστε τηλέφωνο –, για να του αφήσω μερικά βιβλία θεωρίας του Υπερρεαλισμού που μου είχε ζητήσει να συμβουλευθεί.
Δεν πήρε κανείς είδηση όταν πέρασα την καγκελένια πόρτα του περιβολιού. Η γυναίκα του έλειπε και υπηρεσία δεν υπήρχε. Βρήκα και τη μέσα πόρτα ορθάνοιχτη. Φώναξα μια δυο φορές, κι όταν είδα ότι δεν αποκρίνεται κανένας μπήκα με τα ελαφρά πάνινα παπούτσια μου που, θέλοντας και μη, δεν έκαναν τον παραμικρό θόρυβο.
Τότε αντίκρισα μιαν εικόνα που θα μου μείνει αξέχαστη: ο Σικελιανός όρθιος, ξυπόλυτος, με ένα μακρύ λευκό νυχτικό που έπεφτε σαν αρχαία χλαμύδα επάνω του, έτρωγε ένα τσαμπί σταφύλι! Κάθε τόσο το ύψωνε μπρος απ’ το ανοιχτό παράθυρο και το καμάρωνε στο φως. Να τος. Αυτός ήταν. Ένας αυθεντικός Έλληνας ποιητής που δεν αρνιότανε την αίσθηση, απεναντίας, την προωθούσε ώσπου να την αναποδογυρίσει και ν’ αναγνώσει μέσα της τα μυστικά σήματα.
Πρόσεχα πώς μετατόπιζε κάθε λίγο και λιγάκι τις γυμνές του πατούσες πάνω στο σφουγγαρισμένο σανίδι σα να ’κανε μικρά χορευτικά βήματα, ενώ ήτανε φανερό πως απολάμβανε αυτή την πρωτόγονη αφή, πως μιλούσε κυριολεκτικά με το ξύλο.
Αυτός ήταν που τον έλεγαν θεατρίνο, και που τον είχα τσακώσει επάνω σε μια στιγμή που κανένας θεατής δεν υπήρχε, και όμως ίδιον, ολόιδιον, όπως τον ξέραμε από τα ποιήματά του, φυσικά μεγαλόπρεπο και αυτάρκη στη θεϊκή του απλότητα. Μήτε που έδειξε την παραμικρή δυσφορία όταν επιτέλους, κάποια στιγμή, με αντίκρισε.
“Κόπιασε, καλέ μου”, βροντοφώναξε και μου έκοψε ένα τσαμπάκι σταφύλι.
Ύστερα, σχεδόν αμέσως, με την ίδια άνεση, πέρασε στις διαφωνίες του μ’ έναν Άγγλο φιλόλογο επάνω στη σωστή ή όχι ερμηνεία ορισμένων αποκρυφιστικών κειμένων που μελετούσε. Και μου ’δειξε με το χέρι του: ένας σωρός βιβλία επάνω σ’ ένα μεγάλο τραπέζι. Παρέκει ένα μεγάλο μελανοδοχείο. Κι ένας μεγάλος κοντυλοφόρος. Κι ένα μάτσο μεγάλες κόλλες χαρτί, γεμάτες από τα μεγάλα στρογγυλωπά γράμματα της γραφής του. Όλα μεγάλα. Δηλαδή στα μέτρα του».
Η ιστορία είναι από το βιβλίο "Το χαμένο Νόμπελ''