Search
Close this search box.

Ο πρωτοετής

11
2610


Τον είχανε πρήξει το Γιώργη, ένα μήνα τώρα, η μάνα του κι οι αδερφές του, στο σπίτι στο χωριό. Από την ημέρα που βγήκανε οι βάσεις κι έμαθε πως πέρασε στην Αθήνα στο Πολυτεχνείο, δεν ξαναβρήκε ησυχία, παρά ήτανε συνεχώς στην παρατήρηση.

«Εδά που θα πας στην πολιτεία, δε θα τρως μπλιο με τα χέρια. Να μη θαρρούνε οι πρωτευουσιάνοι πως είμαστε ντίπι βοσκοί επαέ, να ξεγιβεντιστούμε. Θα τρως αρχοντικά, όπως εμείς, σαν άνθρωπος, να μη μαγαρίζεσαι και να μη σκορπάς. Θα κάμεις κακή εντύπωση και στσι κοπελιές, κιαμιά δε θα σου σιμώνει, μόνο ξα σου».

Τόνε στρώσανε, λοιπόν, τον καημένο τον Γιώργη, στην προπόνηση. Αμέτη μουχαμέτη να τόνε μάθουνε να τρώει με το μαχαιροπήρουνο, όλα τα φαγητά. Κι εντάξει με τα όσπρια, τα μαγειρευτά και τη σαλάτα, έτσι κι αλλιώς με το σερβίτσιο τα ‘τρωγε, δεν είχε κι άλλο τρόπο. Αλλά πώς να ξεψαχνίσεις το πλευρό του προβάτου και το κόκαλο της χοιρινής μπριζόλας με το μαχαιροπήρουνο; Και τα χορτοκαλίτσουνα, τις μυζηθρόπιτες και τα κάθε λοής πιταράκια, κι αυτά με το μαχαίρι; «Και τα χέρια, γιάντα τα ‘χομε;» Και δωσ’ του να του αρμηνεύγουνε σαφί πώς να το πιάνει το πηρούνι και πώς να τρώει τις σούπες, δίχως να ρουφά με θόρυβο.

Ιδροκοπούσε και ξεφύσαγε σε κάθε γεύμα και προσπαθούσε να μιμηθεί ετούτα που του δείχνανε, χωρίς πολλά αποτελέσματα. Μπέρδευε στα χέρια του τα σερβίτσια, έκοβε ατσούμπαλα και δυνατά με το μαχαίρι και πεταγότανε πέρα τα κομμάτια, πέφτανε οι μπουκιές απ’ τη λαβίδα και λαδώνανε το τραπεζομάντηλο σαν προσπαθούσε να σερβιριστεί απ’ την πιατέλα, γκρέμιζε τα ποτήρια με τις απότομες κινήσεις του, ήτανε μια καταστροφή.  Ένα μεροκάματο του ‘παιρνε μέχρι ν’ αποφάει, είχε και τα θηλυκά πάνω απ’ την κεφαλή του να τόνε ξανοίγουνε και να του μιλούνε, δεν του ‘κανε καλό το φαΐ.

 «Χίλιες φορές με τη Φυσική και τη Χημεία, παρά μ’ ετούτονέ το φροντιστήριο». Ούτε στις Πανελλαδικές δεν τράβηξε τέτοιο ζόρε, «πανάθεμά τηνε για Αθήνα, ήντα ‘θελα να τη δηλώσω, μα πού να το κατέχω πως θα σηκώσω ετσά μιγόμι», μουρμούραγε νευριασμένος. «Να ‘χε μου γροικάς όντε σου τα μάθαινα από κοπέλι», δεν άφηνε η μάνα του καμιά κουβέντα αναπάντητη, να πέσει χάμαι. 

Ήρθε επιτέλους η ώρα να σηκωθεί να φύγει για την πολιτεία, να ησυχάσει, τουλάχιστον, από τη μάνα του και τα μαθήματά της. Γνωρίστηκε με κόσμο, έκαμε τις παρέες του, μα σαν του είπανε να βγούνε για φαί, αγχώθηκε και κάθισε δυο μέρες μέσα, να κάμει επανάληψη, να μη γενεί ρεζίλι. 

Σαν έφτασε η στιγμή του ραντεβού και μπήκανε μες στο μαγαζί, ο Γιώργης ήτανε να σκάσει. Κάτσανε στο τραπέζι, παραγγείλανε, ήρθαν τα φαγητά, μα πουθενά σερβίτσιο.

«Τρελαίνομαι για finger food, μόνο σε τέτοια μέρη συχνάζω με τους φίλους μου, είναι η συνήθεια της εποχής!» αναφώνησε ολόχαρη μια κοπελιά, η πιο εμφανίσιμη της παρέας.

Και τρώγανε όλοι με τα χέρια, ακόμα και τα μακαρόνια. 

photogaphy source: google

MEDIA

Video
Sound file

Συλλογές

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση