Εργάτης. Για σας ένας εξανδραποδισμένος άνθρωπος, ένα γρανάζι στα χιλιάδες μεταλλικά σκουριασμένα γρανάζια σας, ένας κρίκος στην αλυσίδα παραγωγής χαλκευμένης ζωής, μια ψηφίδα στα νεφελώδη όνειρά σας, μια τελεία στις ποταπές επιδιώξεις σας.
Κι όμως αυτός ο ίδιος εργάτης δε διανοηθήκατε ποτέ ότι μπορεί να είναι φάρος και φως. Μέσα στον μεσημεριανό ήλιο να σκάβει ολημερίς, μέσα στη χειμωνιά των καιρών να χτίζει το ατελείωτο βαβελικό όνειρό σας. Να χτίζει το ατέλειωτο, το ανολοκλήρωτο, το άπιαστο, το αδύνατο. Να χτίζει, να ιδρώνει, ο ήλιος να μπαίνει μέσα του, να τον αναπνέει και να τον διηθεί, να τον κάνει έργο, να τον κάνει δωμάτια, να τον κάνει πέτρινο τοίχο, να τον κάνει δρόμους και διαδρόμους για τα μεταξωτά χαλιά σας και τις μεταξωτές κορδέλες σας. Και να συνεχίζει, να χτίζει, να χτίζει, τα ανολοκλήρωτα πάθη σας να μερέψει.
Κι ο ήλιος από πάνω να χτυπά ανελέητα. Να χτυπά, και στην αρχή να φεύγει, μα σιγά-σιγά να αρχίζει να απορροφιέται από τους πόρους του μελανιασμένου και μελαψού δέρμα των εργατών, να γεμίζουν ήλιο, το δέρμα τους να μετατρέπεται σε ένα ηλιακό πεδίο, τα σωθικά τους να αρχίζουν να ακτινοβολούν, να γίνονται ένα με αυτόν, να γίνονται σαν αυτόν, να αρχίζουν να εκπέμπουν φως και δίψα, να γίνονται ολόκληροι μικροί ήλιοι κολλημένοι στην γη, σφηνωμένοι στο μπετόν αρμέ και τους χωμάτινους διαδρόμους μιας απέραντης πεδιάδας σκόρπιων ονείρων.
Δε βλέπεις πια παρά έναν ήλιο, έναν μικρό ήλιο να σκάβει σκυμμένος στο χώμα. Πολλούς μικρούς ήλιους να παλεύουν με το λιόγερμα, να μάχουνται να βρούνε μέσα στο χώμα το χαμένο ηλιοβασίλεμα, την ακροθαλασσιά της πατρίδας που δεν είναι πια δική τους. Να παλεύουν.
Παρατηρώ τους επιβάτες στο τρένο, λες και δε συμβαίνει στη χώρα τίποτα, λες και τα στατιστικά είναι για μιαν άλλη μακρινή χώρα, λες και η χώρα δεν υφίσταται εξανδραποδισμό και λεηλασία. Λες και οι αυτοκτονίες γίνονται από άλλους, η μαζική μετανάστευση επίσης, η άδεια κοιλιά είναι σε άλλου λαού το σώμα, τα παιδιά που λιποθυμούν σε άλλου κράτους τα σχολεία. Λες και κάπου άλλου πολύ μακριά, η ανεργία έχει χτυπήσει κόκκινο, η εγκληματικότητα βρίσκεται εκτός ελέγχου, αφού άλλη δουλειά από το να δέρνουν διαδηλωτές δεν κάνουν οι μπάτσοι, σιγά να μη προστατεύσουν τον πολίτη.
Αλλά τούτοι κατιτίς περισσότερο θα ξέρουν, κάτι μου φωνάζει μέσα μου… Η στατιστική και η πλειοψηφία πολλές φορές, πάντως όχι πάντα, τυχαίνει να έχουν δίκιο. Ε, λοιπόν, ναι! Τούτοι κάτι ξέρουν. Κι αυτό μάλλον είναι ότι η ζωή ποτέ δεν τελειώνει, δεν πεθαίνει, δεν ξοφλά! Δε τέλειωσε ούτε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Άουσβιτς και του Μαουτχάουζεν, ούτε στα λεπροκομεία της Σπιναλόγκας και της Λέρου. Γιατί να τελειώσει τώρα, εδώ;
Ωστόσο στους περισσότερους από αυτούς, δεν είναι αυτό το μακρινό αίσθημα σιγουριάς που τους κρατά καθισμένους και ήρεμους στην καρέκλα τους. Ο φόβος και η αδυναμία έχουν φωλιάσει μέσα τους, έχουν μεγαλώσει, αντρωθεί, γιγαντωθεί, έχουν απλώσει παντού τις ρίζες τους, τα πλοκάμια τους σαν χταπόδια έχουν αγκαλιάσει, έχουν σφίξει δυνατά τα σωθικά τους, πάνε να σπάσουν τα πλευρά τους, ο μυς της καρδιάς έχει φουσκώσει κι είναι έτοιμος να εκραγεί, η χολή δε χωρά πια άλλη μιζέρια, άλλη άγνωστη στροφή στην άκρη του δρόμου που θα οδηγήσει σε μια νέα κατηφοριά, κακοτράχαλη και δίχως να βλέπεις το τέλος της. Ο απροσδιόριστος φόβος, κι αυτός είναι ο πιο τρομαχτικός, αλλά συχνά κι ανύπαρκτος. Επίπλαστοι φόβοι, ψίθυροι νυκτερινοί, φοβίες που σκορπάνε με το πάτημα του κουμπιού της τηλεόρασης κάθε βράδυ. Για να ακούσεις τους νεότερους φόβους που θα είναι για μια ακόμα φορά μια επανάληψη ίδια κι απαράλλακτη των χθεσινών.
«Ως πότε, ως πότε, ως πότε, ως πότε πα-λι-κά-ρια…» είχε κολλήσει η γλώσσα μου καθώς χτυπούσα τις ασπίδες, είχα πιάσει μια, την είχα κατεβάσει και ετοιμαζόμουν να χιμήξω του αλήτη, σιγά να μη προλάβαινα, από το πλάι ένοιωσα να με λούζει ένα κάτι σαν υγρό, σαν σκόνη, σαν αφρός, σαν δε ξέρω κι εγώ τι, δε χρειαζόταν πολύ σκέψη, είχα φάει στα μούτρα το δακρυγόνο και η μοναδική σκέψη ήταν, αυτή που πάντα είναι η βασική σκέψη σε ανάλογες περιπτώσεις. Πρώτον να μη σε πιάσουν τώρα στην αναμπουμπούλα οι μπάτσοι και δεύτερον να απομακρυνθείς όσο γίνεται πιο γρήγορα, να μη τρίψεις τα μάτια σου και να βρεις ένα από τα παιδιά των πρώτων βοηθειών.