Οι άνθρωποι σμίλεψαν με μαεστρία τις πέτρες τούτου εδώ του τόπου καθώς απομακρυνόταν από τα διαβατικά της ζωής τους. Με μια δρασκελιά πέρασαν τη ρωγμή που άνοιξε η στιγμή και κλείστηκαν σε ανήλιαγα κελιά, εκεί που ο χρόνος λυμαίνεται τις ψυχές αδιάκριτα.
Τα χρόνια περνοδιάβαιναν πίσω από τα κάγκελα αφήνοντας στίγματα στις εύθραυστες ψυχές όσων πάλευαν με τα φουρτουνιασμένα λιμάνια της ζωής τους.
Που και που γινόταν οι ίδιοι νούμερα και γράμματα, φουρτουνιασμένα και εκείνα. Κρατώντας στις χαραγματιές τους την υγρασία που κουβάλαγε ο άνεμος από το πέλαγος αλλά και τα δάκρυα που ακουμπούσαν καρτερικά πάνω τους.
Τις μέρες που ο ήλιος έκανε εισβολή στα σκοτάδια του νου τους, τα χρόνια γινόταν ελπίδα και έδειχναν την έξοδο. Ήταν εκείνη που τους βοηθούσε να λιποτακτήσουν από την απελπισία και για τούτο τον λόγο την καλόπιαναν.
Κι όταν το μπαρούτι από τις μάχες έπαψε να μυρίζει, εκείνοι ξανά εκεί, παρίσταναν τα φαντάσματα της ίδιας τους της ζωής. Μιας ζωής που πάντα τσακιζόταν στα χαράκια των ονείρων τους.
Κάποιες φορές πάλι που το μυαλό σκοτείνιαζε και οι σκέψεις το πολιορκούσαν, τα γράμματα έπαιρναν μια αφύσικη όψη, τρομακτική, γεμάτα κραυγές από την απόγνωση.
Χρόνια πολλά έψαχναν να βρουν έναν σύντροφο, εκείνο το στήριγμα που θα τους βοηθούσε να μαζέψουν κουκί-κουκί την αξιοπρέπεια που άφησαν έξω από τη βαριά σιδερένια πόρτα της εισόδου. Κι έμοιαζε με συμβόλαιο η μοιρασιά της ίδιας πέτρας.
Μ’ ένα καρφί θαρρείς και ξεκλήριζαν όλη την απονιά του κόσμου. Έσκαβαν την πέτρα πιθαμή προς πιθαμή και προσπαθούσαν να ξεχρεώσουν τα γραμμάτια της ζωή τους.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που η πέτρα αδυνατούσε να σηκώσει το βάρος της παρηγοριάς και ο χρόνος σαν επίδοξος κλέφτης, αγωνιζόταν να ξεθωριάσει τη μνήμη.
Κάθε γράμμα και μια επίκληση στο Θείο, κάθε χρονολογία και μια υπόσχεση. Κι όλα μαζί η πεθυμιά για τη μάνα, την κόρη, την κυρά.
Καθώς ο χρόνος όρθωνε ανάστημα και έβγαζε περιπαικτικά τη γλώσσα, άφηναν με ανυπέρβλητη επιδεξιότητα το χνάρι τους πάνω στην αφιλόξενη πέτρα. Σαν κάποιος να τους αμφισβητούσε την ίδια τους την ύπαρξη.
Κι όταν το τέλος πλησίαζε, ο τοίχος γινόταν εξομολογητάρι και τα γράμματα νότες μιας ψαλμουδιάς απόκοσμης.
Το τρίξιμο από τη σιδερένια πόρτα της απομόνωσης βελόνιζε την ψυχή και η καρδιά ρήμαζε μέσα σε λίγες ώρες όπως μια ζωή σε λίγα χρόνια. Η στερνή παραγγελιά βιαστικά λογοδοτούσε και εκείνη στον Θεό.
Η χαριστική βολή θέριζε και τους μελλοθάνατους. Εκείνους που η ανασαιμιά τους μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα χανόταν στραγγαλισμένη από τις πράξεις τους ή τις πράξεις των άλλων. Ένας σταυρός και μια αράδα κομματιασμένη, η θλιβερή θύμηση στις σκιές που συνέχιζαν να διεκδικούν μερτικό από τη ζωή.
Και έπειτα σιωπή….