Μια συνοµιλία της γης µε τον ουρανό, της επίγειας δηµιουργίας µε τ’ αστέρια. Οι ιδιόρρυθµοι χορευτικοί σχηµατισµοί των κέδρων, τα βραχώδη γλυπτά και τ’ αργιλώδη τοπία στην Γαύδο γίνονται µάρτυρες της δηµιουργικότητας της φύσης.
Οι καιροί απλόχερα στόλισαν το νησί της Καλυψώς, µε τα πιο πλούσια κτερίσµατα καµωµένα από πέτρα, κέδρα, άµµο και µυρωµένα µε θυµάρι και θρούµπη.
Η νυχτερινή βόλτα στην ενδοχώρα του νησιού είναι στα όρια της πτητικότητας, όπου το σώµα εγκαταλείπει τη βαρύτητα και τις έγνοιες και αφήνεται σ’ αυτό το μυθικό θέαµα που προσφέρει η Καλυψώ.
Η φύση στην πρώτη της µορφή, µε χιλιάδες αρχιτεκτονικές λεπτοµέρειες οργανωµένες στο συµπαντικό χάος, που συνθέτουν το όλον αφαιρετικά και αυτόνοµα, χωρίς να είναι ακόµα αλωµένες από τις λάγνες παγίδες της τεχνολογίας και του πολιτισµού• µε µικρές γωνιές, φρούρια ανέγγιχτα από το όνοµα της προόδου.
Οι πιστοί φίλοι της, οι αέρηδες, µαζί µε τις φουρτούνες του Λιβυκού προστατεύουν, όσο µπορούν, το νησί από την τεχνολογική καταστροφή, που έχει και εκεί αρχίσει να αφήνει με θράσος τα σηµάδια της.
Τόποι ανέγγιχτοι, βυθισµένοι στη λήθη του χρόνου, µαρτυρούν το µινωικό και το ρωµαϊκό πολιτισµό που συµβίωσαν µαζί της.
Άλλοτε αγριεµένη, βράχος η ίδια, σµιλεύεται από τη βροχή και τον Γραίγο.
Άλλοτε περίλυπη, σαν τις γερµένες ελιές, κοιτάζει τους πολιτικούς εξόριστους που πάλευαν µε την πέτρα, την πέτρα που το ίδιο της το σώµα γέννησε στην πιο αρχέγονη ουσία του.
Την πέτρα που άθελά της τυραννά τους ελεύθερους και τους σκεπτόµενους, οδηγώντας τις ιδέες τους στο βραχώδη κόσµο του Σίσυφου, για να απαλλαγεί από το άνθος του κακού που δεν το γεύτηκε ποτέ.
Τη νύχτα, όταν ησυχάζει, γεύεται τον έρωτα του Ωρίωνα, γυµνώνεται στο γαλαξία και ντύνει το κορµί της µ’ όλα τ’ αστέρια, χωρίς τα φώτα του κόσµου, χωρίς τη µνήµη της ύπαρξής της.
Οι σιωπηλοί περίπατοι στα ρωµαϊκά µονοπάτια, γυµνό κορµί που πάλλεται στους πευκώνες και αγριµεύει στον Κεδρέ µικρό παιδί που προσπαθεί να πιάσει το φεγγάρι ανάµεσα στα πετρόσπιτα των Βατσιανών, στις φυλλωσιές του δάσους ή καθώς καθρεφτίζεται στ’ αφρισµένα κύµατα.
Άλλες φορές αναζητά τον Οδυσσέα, νυχτοπούλι που κλαίει γοερά και την παρηγορεί ο Σείριος στο τέλος του θέρους.
Τώρα, προσπαθεί να ξεχάσει τον περιπλανώµενο Οδυσσέα µε τη µινωική πορφύρα στα χέρια, τη ρωµαική χλαίνη στο σώµα και το σκισµένο δίκωχο µε το κόκκινο αστέρι.
Προσπαθεί να αποποιηθεί τον τίτλο της εξορίας της “το νησί του θανάτου”.
Υποδέχεται, ζαλισµένη από τη µέθη, τους παραθεριστές φυσιολάτρες, που απολαµβάνουν τις ονειρεµένες παραλίες, ζουν ή ζούσαν το ελληνικό όνειρο γύρω από τις βραδινές φωτιές µε την κιθάρα στα χέρια και την ταξική συνείδηση θαµµένη στην άµµο.