«Λίγο μετά που γύρισα από το μέτωπο παντρεύτηκα. Είχα ένα δεσμό πριν φύγω και όταν επέστρεψα είχε πεθάνει ο πατέρας της, ήταν εισαγγελέας. Τη λέγανε Νένα. Ξέρεις όταν είσαι στο μέτωπο δένεσαι με αυτούς που αφήνεις πίσω. Εκεί πάνω η πραγματική σου συντροφιά είναι κάθε στιγμή ο θάνατος. Και τότε σκέφτεσαι γιατί να κάνω εκείνο, αρχίζεις πλέον και να κάνεις αυτοέλεγχο. Να αυτοελέγχεσαι. Λες ας πούμε τι με ένοιαζε εμένα να κάνω αυτό.. ματαιότητα ήταν το ένα, ματαιότητα ήταν το άλλο. Και μετά σκέφτεσαι πόσο αλλαγμένος θα είσαι αν γυρίσεις πίσω, πώς θα είσαι, τι θα κάνεις, πώς θα φερθείς, πώς θ’ αγαπάς;
Όλα αυτά σε οδηγούν σε μια ανακατάταξη και ανακατανομή αξιών μέσα στο μυαλό και στην ψυχή σου.
Αρχίσαμε να πουλάμε ότι είχαμε. Τελειώσανε και αυτά. Τώρα; Εγώ είχα κάτι κουστουμάκια γιατί ήμουν και λίγο μερακλής και πήγαινα και τα πούλαγα μόνος μου, αφού οι μεταπράτες παίρνανε όσο- όσο. Στην οδό Αθηνάς, έξω από τον ηλεκτρικό σταθμό, ήτανε το παζάρι τότε των αγοραπωλησιών.
Πήγαινα λοιπόν κρατούσα το κουστουμάκι στα χέρια μου και περίμενα να έρθει ο πελάτης να το αγοράσει. Βλέπεις στα παλιατζίδικα μου παίρνανε μισοτιμής ό,τι είχα. Κάποτε ήρθε η ώρα να πουλήσω κι ένα κοστούμι που το αγαπούσα πολύ. Ήταν το καλύτερό μου. Μου το είχε ράψει ένας ράφτης ο Ζοφάκης που είχε έλθει από το Παρίσι και ραβότανε και ο Μινωτής σε αυτόν. Πάω λοιπόν στην οδό Αθηνάς στέκομαι και περιμένω.
Κάποτε με πλησιάζει κάποιος καλή του ώρα και μου λέει:
-Κύριε Κατράκη το πουλάτε;
– Το πουλάω. Δεν το βλέπεις; Για να είμαι εδώ και να το κρατάω πάει να πει πως το πουλάω.
– Θέλετε να έρθετε μαζί μου;
Με παίρνει και με πάει σε μια λέσχη στην Ομόνοια.
Εγώ δεν είχα δοσοληψίες με λέσχες.
Λέω τι θα κάνουμε στη λέσχη;
– Είναι κάποιος που θα αγοράσει το κοστούμι σου.
Να μη στα πολυλογώ πήγαμε, βρήκαμε τον άνθρωπο, δεν ήθελε τέτοιο κοστούμι γιατί ήταν πολύ λεπτό, με ρώτησε αν είχα κανένα άλλο σκωτσέζικο. Είχα. Μου είπε να του το πάω την άλλη μέρα. Πήγα την άλλη μέρα και πήρε το κοστούμι. Δεν το ήθελε για τον εαυτό του. Αυτός ήτανε ράφτης και το ήθελε για κάποιον πελάτη του.
Στη λέσχη αυτή παίζανε «31».
Ξέρεις η Ελλάδα είχε γεμίσει τυχερά παιχνίδια την εποχή εκείνη. Όλα τα ψαρομάγαζα, όλες οι αγορές παντού, όπου σύχναζε ο φτωχόκοσμος ήτανε γεμάτα ρουλέτες και «31». Με κρατάνε που λες στη λέσχη και με βάζουνε να παίξω. Κέρδισα την πρώτη μέρα. Μετά σηκώθηκα πήγα σπίτι μου με το παραδάκι στην τσέπη. Γλυκάθηκα όμως, ξαναπήγα και κόλλησα κι εγώ στη λέσχη, όπως καταλαβαίνεις, αλλά μάλλον μου τα έτρωγε, παρά κέρδιζα. Εκεί πέρα, αλλά και σε όλες τις λέσχες της εποχής, σύχναζαν κάθε είδους άνθρωποι. Μαυραγορίτες, προδότες, καταδότες, άνθρωποι της αντίστασης που εκτελούσαν κάποια αποστολή, άνθρωποι φτωχοί και πεινασμένοι που όλες τους τις ελπίδες τις είχαν αφημένες στη θεά τύχη. Ακόμα και Γερμανοί μπαίνανε. Μια και η λέσχη δε με σήκωνε, άρχισα να σκέφτομαι με ποιο τρόπο θα ενίσχυα τον μισθό μου που, όπως σου είπα άντε να έφτανε για ένα πιάτο φαΐ. Και τη βρήκα….
Η μάνα του , η κυρά- Ρήνη, στην οποία ο Κατράκης έχει μεγάλη αδυναμία, τον επισκέπτεται στην εξορία.
Μάνος Κατράκης: Η ζωή του μεγάλου καλλιτέχνη όπως την αφηγήθηκε στον Αλέξη Κομνηνό
Ριζοσπάστης