Πηγή: wikipedia
Photo credits: Studio Patellani, cine.gr.
Ο «Δρόμος» (La Strada) του Φεντερίκο Φελίνι θεωρείται από πολλούς ως ένα από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα του 20ου αιώνα, μια ταινία που με αλληγορικό τρόπο ρίχνει μια θλιβερή ματιά στην χαμένη αθωότητα και στον δρόμο που ο καθένας από εμάς καλείται να διαλέξει κάποια στιγμή στη ζωή του.
Η Τζελσομίνα, ένα ονειροπαρμένμο και καλοκάγαθο πλάσμα εξαγοράζεται από τον περιπλανώμενο υπαίθριο παλαιστή Ζαμπανό ο οποίος την εκμεταλλεύεται και της φέρεται με σκληρότητα, αν και αυτή του είναι απολύτως αφοσιωμένη. Η ζωή τους αλλάζει όταν σε ένα τσίρκο που πιάνουν δουλειά η Τζελσομίνα συναντά έναν άλλον περιπλανώμενο καλλιτέχνη, τον συμπονετικό ακροβάτη «Tρελό»…
Ο Φελίνι που υπογράφει το σενάριο και την σκηνοθεσία δανείστηκε στοιχεία από το χαρακτήρα ενός βοσκού που ζούσε στο Ρίμινι όταν ο σκηνοθέτης διάνυε την εφηβεία του, προκειμένου να περιγράψει το βίαιο Ζαμπανό. Ο βοσκός εκείνος εκτός από το γεγονός ότι αναλάμβανε τον ευνουχισμό γουρουνιών είχε πλαγιάσει σχεδόν με όλες τις κοπέλες της περιοχής κι άφησε έγκυο μια κοπέλα για την οποία όλοι έλεγαν ότι έφερε το παιδί του… διαβόλου. Ο Φελίνι ονόμασε τον ήρωα Ζαμπανό εμπνευσμένος από τα ονόματα των ιδιοκτητών μικρών τσίρκων στη Ρώμη Zamperla και Saltano.
Ωστόσο στην ταινία υπάρχουν και άλλα στοιχεία εμπνευσμένα από την εφηβική ζωή του Φελίνι. Όταν έγινε 12 ετών, το έσκασε από το σπίτι του για να ακολουθήσει ένα τσίρκο. Ένα στοιχείο που μαζί με πολλά άλλα, εξηγεί την αγάπη του για τους κλόουν που εμφανίζονται σε όλα τα έργα του.
Πρωταγωνιστές της ταινίας είναι ο Άντονι Κουίν, η Τζουλιέτα Μαζίνα (σύζυγος του σκηνοθέτη) και ο Ρίτσαρντ Μπέιζχαρτ.
Ο Φελίνι αποκαλούσε το «La Strada ως έναν πίνακα του φανταστικού του κόσμου, μια τολμηρή αναπαράσταση της ταυτότητάς του. «Αισθάνομαι ότι είναι η πιο αντιπροσωπευτική μου ταινία, η πιο αυτοβιογραφική, τόσο για προσωπικούς όσο και για συναισθηματικούς λόγους, γιατί σε αυτή τη ταινία είχα τη μεγαλύτερη δυσκολία για την πραγματοποίηση της» είχε πει. Πράγματι η ταινία απαίτησε περισσότερο χρόνο και προσπάθεια από οποιοδήποτε άλλο έργο του. Η διαδικασία της παραγωγής ήταν χρονοβόρα και με πολλές στεναχώριες αφού υπήρξαν διάφορα προβλήματα οικονομικής φύσεως αλλά και πολυάριθμες καθυστερήσεις. Λίγο πριν το τέλος της παραγωγής, ο Φελίνι πέρασε μια περίοδο κατάθλιψης που απαιτούσε ιατρική περίθαλψη για να ολοκληρώσει την ταινία. Επίσης υπήρξαν αρκετές αντιδράσεις κατά τη προβολή της ταινίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας όταν εκδηλώθηκε μια περίεργη διαμάχη που κλιμακώθηκε σε δημόσια φιλονικία ανάμεσα στους υποστηρικτές και τους επικριτές του Φελίνι.
Μιλώντας για την έμπνευση της ταινίας, ο Φελίνι ανέφερε ότι η ιδέα έγινε πραγματικότητα όταν για πρώτη φορά σχεδίασε σε ένα χαρτί το κεφάλι της Τζελσομίνα και αποφάσισε να στηρίξει τον χαρακτήρα στον πραγματικό χαρακτήρα της γυναίκας του Τζουλιέτα Μαζίνα .
«Χρησιμοποίησα τον χαρακτήρα της πραγματικής Τζουλιέτα και επηρεάστηκα από τις παιδικές φωτογραφίες της. Τα στοιχεία του χαρακτήρα της Τζελσομίνα αντικατοπτρίζουν την αληθινή Τζουλιέτα ».
Η ταινία έλαβε το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας το 1956, τον Αργυρό Λέοντα στο Φεστιβάλ της Βενετίας ενώ το Βρετανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την κατέταξε στην πρώτη δεκάδα στη λίστα με τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών.
Ο Φελίνι ήθελε τον Άντονι Κουίν για τον ρόλο του Ζαμπανό ένα βάρβαρο, πλανόδιο «καλλιτέχνη» τσίρκου ο οποίος συμπεριφέρεται με το χειρότερο τρόπο στη Τζελσομίνα.
Ο ηθοποιός δέχτηκε την προσφορά ζητώντας μερίδιο από τα κέρδη της ταινίας. Όταν ο ατζέντης του το έμαθε, άλλαξε τη συμφωνία απαιτώντας προπληρωμή.
Η ταινία αποτέλεσε την πρώτη παγκόσμια επιτυχία του σκηνοθέτη, καθώς κι εκείνη που του χάρισε διεθνή αναγνώριση.
Ο Κουίν παραδέχτηκε χρόνια αργότερα ότι η απόφαση του ατζέντη του του στοίχισε πάρα πολλά εκατομμύρια δολάρια.
Στο ρόλο της αθώας και καλοκάγαθης Τζελσομίνα εμφανίζεται η σύζυγος του σκηνοθέτη Τζουλιέτα Μαζίνα δίνοντας μια ξεχωριστή ερμηνεία που παραπέμπει στην τέχνη της παντομίμας και στο Σαρλό. Η μεγαλειώδης ερμηνεία της μαζί με τη μουσική επένδυση του Νίνο Ρότα και σε συνδυασμό με τη φωτογραφία του Οτέλο Μαρτέλι χάρισαν στην ταινία μια θέση στην κινηματογραφική αιωνιότητα.
Η Τζούλια Άννα Μαζίνα, γεννημένη κοντά στη Μπολόνια, ήταν η πρώτη από τέσσερα αδέρφια της οικογένειας. Ο πατέρας της ήταν βιολιστής και η μητέρα της ήταν δασκάλα. Όταν η Mαζίνα ήταν τεσσάρων ετών, ο θείος της την πήρε για να συναντήσει τον Ιταλό συγγραφέα Λουίτζι Πιραντέλλο, ο οποίος αργότερα κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Λίγα χρόνια αργότερα, όταν ο θείος της πέθανε, η χήρα του, η θεία της Μαζίνα, ρώτησε τους γονείς της αν επέτρεπαν στη μικρή να έρθει στη Ρώμη για να μείνει μαζί της. Οι γονείς της συμφώνησαν, εν μέρει επειδή πίστευαν ότι στη Ρώμη η Μαζίνα θα είχε περισσότερη επιτυχία στις τέχνες, όπου φαινόταν ότι είχε ένα μοναδικό ταλέντο.
Πράγματι παρακολούθησε σχολείο στο μοναστήρι των Ουρσουλινών και έλαβε μαθήματα φωνής, πιάνο και χορού. Αποφοίτησε με πτυχίο Λογοτεχνίας από το Πανεπιστήμιο Σαπιέντζα της Ρώμης και άρχισε να εργάζεται ως ηθοποιός στο ραδιόφωνο κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Στο ραδιόφωνο η Μαζίνα θα συναντηθεί με τον Φεντερίκο Φελίνι, όπου δούλευε ως σεναριογράφος ραδιοφωνικής εκπομπής.
Παντρεύτηκαν το 1943 και έζησαν μαζί για 50 χρόνια, μέχρι το θάνατο του Φελίνι. Λίγους μήνες μετά τον γάμο τους η Μαζίνα έμεινε έγκυος όμως έχασε το μωρό της όταν έπεσε από μια σκάλα. Το 1944, έμεινε και πάλι έγκυος. Ο Πιερφεντερίκο (με το παρατσούκλι Federichino) γεννήθηκε στις 22 Μαρτίου 1945, αλλά πέθανε από εγκεφαλίτιδα ένα μήνα αργότερα. Η Μαζίνα και ο Φελίνι δεν είχαν άλλα παιδιά.
Η Μαζίνα πέθανε από καρκίνο στις 23 Μαρτίου 1994, σε ηλικία 73 ετών, πέντε μήνες μετά το θάνατο του συζύγου της στις 31 Οκτωβρίου 1993. Για την κηδεία της, ζήτησε από τον τρομπετίστα Μάουρο Μάουρ να παίξει το σκοπό του "La Strada" που είχε συνθέσει ο Νίνο Ρότα.
Τη μελαγχολική μελωδία που η ίδια έπαιζε ως Τζελσομίνα στην ταινία «Ο δρόμος».
Η αιώνια κατοικία τους μαζί με τον Φελίνι και τον γιο τους, Πιερφεντερίκο, βρίσκεται στο νεκροταφείο του Ρίμινι σε έναν τάφο που χαρακτηρίζεται ως μνημείο με σχήμα πλώρης, το οποίο φιλοτέχνησε ο γλύπτης Αρναλντό Πομοδόρο.