“Κι αρχίζει να γυρίζει ‘κείνη η λάμπα και να ρίχνει το φως της πέρα, μακριά, μέσα στο μαύρο χάος”, έγραφε ο Φώτης Κόντογλου και βούταγε στα εσώψυχα του φαροφύλακα.
Και μπορεί η ζωή του να κυλούσε ήρεμα… όμως ένα βράδυ με άγρια θαλασσοταραχή και αγέρα που λυσσομανούσε, η μοίρα τού έπαιξε ένα περίεργο παιχνίδι. Εκεί στα απόκρημνα βράχια του ακρωτηριού, ανάμεσα σε τσακισμένα ξύλα και σκισμένα πανιά, αντίκρισε μια κοπέλα σε λιπόθυμη κατάσταση με ξεσκισμένα ρούχα. Ήταν η Αϊσέ… μια πανέμορφη Αλγερινή, που ναυάγησε με το σκαρί του ίδιου της του πατέρα. Συγκλονισμένος, την μάζεψε, την φρόντισε, την περιέθαλψε και όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα στα παραμύθια… την έκανε γυναίκα του.
Ο φαροφύλακας μη μπορώντας να αντέξει τον χαμό της αγαπημένης του, έμεινε για μέρες δίπλα στο άψυχο κορμί της αναζητώντας παρηγοριά στην μεγάλη του συμφορά. Έτσι, τον βρήκαν οι κάτοικοι του διπλανού χωριού όταν τον αναζήτησαν και στάθηκε αδύνατο να απομακρύνουν από κοντά του την νεκρή Αϊσέ.
Η αγάπη και ο έρωτας των δυο ερημιτών έσβησαν για πάντα και χάθηκαν μέσα σ’ ένα βράχο σκαμμένο από ανθρώπινο χέρι. Εκεί τους βρήκαν, μέρες αργότερα, μετά από επίμονη αναζήτηση, αγκαλιασμένους. Ο Μιντιλάκης είχε σκάψει με τα χέρια του έναν βράχο και είχε τοποθετήσει μέσα στην τρύπα με προσοχή, τη νεκρή αγαπημένη του. Δίπλα της βρισκόταν και εκείνος νεκρός με το κυνηγετικό του όπλο αγκαλιά.
Η μοναχική ζωή των ανθρώπων που ζούσαν πάνω στους φάρους έπαιρνε εύκολα τη μορφή μιας ανθρώπινης ιστορίας… άλλες φορές χαρούμενης και άλλες φορές τραγικής