Search
Close this search box.

Ο λαχειοπώλης

8
1379


Ο κ. Γιάννης πουλάει κρατικά λαχεία. Εδώ και χρόνια περνάει από τη δουλειά, μια φορά τη βδομάδα, πιάνει κουβέντα με τους συναδέλφους για το ποδόσφαιρο και πού και πού πουλάει και κανένα λαχείο. 

Φορά πάντα το τραγιασκάκι του, το γιλεκάκι του και η κοντόχοντρη, καλοσυνάτη φιγούρα του, λες και βγήκε από παλιές καλές, ελληνικές ταινίες. Πάντα ευγενής, διακριτικός και πάντα με χαμόγελο.

Μα αυτή τη φορά είχε να περάσει μήνες…

Ώσπου προχθές, τον είδα να μπαίνει στα γραφεία.
– Τι κάνεις, κυρ Γιάννη; Σε χάσαμε.. του είπα, καλωσορίζοντας τον.

Πλησίασε, μου χαμογέλασε και μου είπε:
– Ε τώρα θα με βλέπετε πιο συχνά, μου είπαν οι γιατροί πως οι βόλτες κάνουν καλό στην καρδιά.
– Κάτσε κυρ Γιάννη, τι να κεράσουμε;
– Δε θα κάτσω πολύ…  Περιμένει και ο…σάρακας στο σπίτι. Γέλασε. Ήταν παντρεμένοι χρόνια με την κυρία Ελενίτσα. Εξαιτίας της, μετακόμισε στη πόλη από την πρωτεύουσα.

Πράγματι έμεινε λίγο στο γραφείο και καθώς πιάσαμε την κουβέντα μου είπε την ιστορία της ζωής του:
– Εγώ ήθελα να γίνω ναυτικός, αλλά όταν χάθηκε ο πατέρας μου η μάνα μου δεν ήθελε ούτε να ακούσει για καράβια. Έτσι διορίστηκα σε μια δημόσια υπηρεσία αλλά δεν μου άρεσε να κάθομαι συνεχώς σε μια καρέκλα. Έτσι βρήκα ευκαιρία με τα λαχεία να κάνω και τις βόλτες μου. Όταν παντρευτήκαμε με την Ελενίτσα, δεν τις άρεσαν και πολύ οι βόλτες μου.
«Εγώ παντρεύτηκα δημόσιο υπάλληλο και όχι λαχειοπώλη», έλεγε.
Έτσι για να γλιτώσω τις γκρίνιες της, τις έδινα ότι μισθό έπαιρνα από το δημόσιο και εγώ παίρναγα με το χαρτζιλίκι που έβγαζα από τα λαχεία.
Της είπα βέβαια, πως θα τα έκοβα τα λαχεία αλλά… δε μπορούσα να σταματήσω τις βόλτες. Ήταν μια ευκαιρία για μένα να συναντήσω κόσμο, να πιάσω κουβέντα, να ακούσω τις ιστορίες τους. Θυμάμαι μια φορά έναν χωρικό, πατέρα τριών παιδιών, ανήμερα της Πρωτοχρονιάς είχε πιάσει το κρατικό λαχείο: 75.000 χιλιάρικα. Όταν τον είδα μετά από χρόνια που είπε πως με αυτά τα λεφτά κατάφερε να σπουδάσει τα παιδιά του.

Το τηλέφωνο του γραφείου μου άρχισε να κτυπάει και η κουβέντα έμεινε στη μέση. Ο κ. Γιάννης πήρε διακριτικά το τραγιασκάκι του και μου έκανε νόημα με το χέρι πως φεύγει.

Περασαν κάποιες μέρες, και τον είδα πάλι να βγαίνει έξω από το ΚΤΕΛ. Με χαιρέτισε και μου πε:
–  Να που ξανα συναντιόμαστε… Προλαβαίνω να κεράσω έναν καφεδακι;
– Να σαι καλά κυρ Γιάννη αλλά βιάζομαι, μιαν άλλη φορά
– Ε τότε, στάσου δυο λεπτά μου είπε.

Δίπλα ακριβώς από το ΚΤΕΛ ήταν ένα μικρό φυτώριο.
‘Επιασε ένα μικρό γλαστράκι με βασιλικό και μου το χάρισε.
– Πάρε, το, μυρίζει ο βασιλικός… Για το γραφείο, για τις δύσκολες στιγμές, να έχεις το άρωμα του. Και δίνοντας μου το μικρό γλαστράκι, με χαιρέτισε και έφυγε.
– Από τότε έχω καιρό να τον δω… Όμως κάθε φορά που ευωδιάζει ο βασιλικός δίπλα μου στο γραφείο, παίρνω βαθιά ανάσα και όλα γίνονται ξανά πιο υποφερτά….

Photos by Pinterest
Artwork by CHARACTERS

MEDIA

Video
Sound file

Συλλογές

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση