Αυτοί οι δυο τόσο διαφορετικοί άνθρωποι, ο πανύψηλος, ευθυτενής ακτινολόγος-ποιητής με το παχύ μουστάκι και ο κοντός, φαλακρός μαρκονίστας-αρμενιστής με τα τατουάζ συναντήθηκαν κάποτε στη Θεσσαλονίκη. Βέρος Σαλονικιός ο Αναγνωστάκης, ποιητικά πολιτογραφημένος ο Καββαδίας, καθώς δυο από τα ωραιότερα ποιήματά του αναφέρονται στην πόλη αυτή. Οι φράσεις του Κάτω από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη και Της Σαλονίκης της πρέπει μονάχα το καράβι / να μην τολμήσεις να τη δεις ποτέ από τη στεριά έχουν εγγραφεί στην ιστορία της πόλης με ανεξίτηλο μελάνι. Αντίθετα, ο Αναγνωστάκης ανέφερε μόνο μια φορά το όνομά της, στο ποίημα Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ. από τη συλλογή του Ο στόχος, καθώς απέφευγε να δίνει τοπικό χαρακτήρα στο έργο του.
Κάποιο βράδυ, ο Αναγνωστάκης κάλεσε τον Καββαδία και τους φίλους του σε μια ταβέρνα της Σαλονίκης. Έφαγαν, ήπιαν το κρασάκι τους, κουβέντιασαν για ποίηση και τέχνη. Ο Καββαδίας έκανε καλή παρέα, καθώς ήξερε να διηγείται με ζωντάνια στιγμιότυπα από τα μπάρκα του.
«Λατρεύω τους γλάρους», μου ’πε κάποτε ένα ωραίο κορίτσι. «Περήφανα πουλιά».
«Τι λες, μωρέ. Στεριανά πουλιά είναι, σαν και σένα. Τραβάνε ανοιχτά για να φάνε. Μόλις νιώσουνε καταιγίδα, κουρνιάζουνε στα λιμάνια. Σαν παίζει το δελφίνι στις πλώρες, χιμάνε πολλοί μαζί να του βγάλουνε τα μάτια. Το κομματιάζουνε μετά και το τρώνε. Πουλιά του προλιμένα είναι οι γλάροι».
Εκτός των άλλων του χαρισμάτων, ο Καββαδίας ήξερε να λέει περίφημα ανέκδοτα, με επίκεντρο συνήθως τον ίδιο.
– Κάποια φορά, μια κυρία που είχε διαβάσει τα ποιήματά μου, με πλησίασε στο κατάστρωμα ενός πλοίου. Με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω, δεν πρέπει να της καλοφάνηκα.
– Έναν ποιητή Καββαδία, ασυρματιστή, ξέρετε αν δουλεύει εδώ;
– Δουλεύει, πως…
– Και πού μπορώ να τον βρω;
– Ξέρω γω; Ρωτήστε και θα σας πούνε.
– Μα ρώτησα κάποιον και μου έδειξε εσάς. Τον έχετε τίποτα αυτόν τον Καββαδία;
– Μα ρώτησα κάποιον και μου έδειξε εσάς. Τον έχετε τίποτα αυτόν τον Καββαδία;
– Ναι, χεσμένο”
Η ατμόσφαιρα είχε ζεσταθεί, όταν ο Αναγνωστάκης πήρε την κιθάρα του και άρχισε να παίζει. Τα τραγούδια – τι έκπληξη! – ήταν ποιήματα του Καββαδία, Σταυρός του Νότου και Cambay’s Water, με τη διαφορά πως ο Αναγνωστάκης τα έπαιζε πάνω σε ρεμπέτικους σκοπούς. Έπαιρνε τους στίχους από το πρώτο Έβραζε το κύμα του γαρμπή / Ήμαστε κι οι δυο σκυφτοί στο χάρτη / γύρισες και μου πες πως το Μάρτη σ’ άλλους παραλλήλους θα ’χεις μπει, και τους ταίριαζε πάνω σε τραγούδια του Τσιτσάνη, Τι σε μέλλει εσένα κι αν θρηνώ / το κορμί μου εγώ κι αν το πουλώ.
Ο Καββαδίας, που νόμισε ότι ο Αναγνωστάκης ενέπαιζε την τέχνη του, κατέβασε τα μούτρα του, ψέλλισε κάτι για εγωισμό και ασέβεια των νέων, και στο τέλος του είπε:
«Η ειρωνεία είναι το όπλο των αδυνάτων».
Δεν ήταν όμως άνθρωπος που κράταγε κακία. Την επόμενη φορά που βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη, φρόντισε να συναντήσει τον Αναγνωστάκη και την παρέα του σε μια ταβέρνα. Αυτή τη φορά ο Αναγνωστάκης ήταν πιο μαζεμένος. Ούτε κιθάρα έπαιζε ούτε και τραγουδούσε. Μέχρι που, κάποια στιγμή, ο Καββαδίας δε συγκρατήθηκε και του είπε:
«Δε θα πούμε άλλα τραγούδια σήμερα;»
«Δε θα πούμε άλλα τραγούδια σήμερα;»
(απόσπασμα από «Το χαμένο Νόμπελ» )