1 Απριλίου 1922
Να η ημέρα μου! η ημέρα που ήρθα στον κόσμο μέσα σε ένα σπιτάκι όμορφο, γεμάτο φως… η ημέρα που άκουσα τα πρώτα κελαηδήματα των πουλιών, είδα τα πρώτα ρόδα του έαρος. Επέρασαν από τότε είκοσι χρόνια και θα μπορούσα να πιστέψω ότι μόλις τα δέκα έχω περάσει.
Ο μήνας που μου έδωκε τη ζωή κι ο μήνας που όταν μπει μου πέρνει κάθε ίχνος ζωής….Απρίλιε… Απρίλιε πόσο ευχάριστα μου ψάλλεις τη δυστυχία μου, μου θυμίζεις ό,τι μου λείπει… με απελπίζεις.
3 Απριλίου
…Μου λείπει μία καρδιά που να πονεί για μένα. Είναι τόσο όμορφο βραδάκι και σε λίγα λεπτά θα κλειστώ στο σκοτεινό δωμάτιο μου. Τι θέλετε; Δεν βαστώ πλέον, αν ένας διαβάτης σταματήσει μπρος μου και μου δώσει την καρδιά του με έναν όμορφο λόγο, θα φύγω μαζί του. Θα απολαύσω την αγάπη και ας πεθάνω αυτή τη βραδυά.
30 Απριλίου
Ο Απρίλης πεθαίνει μα μέσα μου δεν εννοεί να πεθάνει τίποτε. Ύστερα από τρεις ημέρες έχω εξετάσεις και το χτυποκάρδι παίζει το μέρος του!
1 Ιουνίου
Είδα και έπαθα έως ότου να περάσω το μισό Μάη. Θεέ, παντοδύναμε! Κι επειτα να μην είσαι μπολσεβίκος. Να εργάζεσαι σαν τον χειρότερο εργάτη, να μελετάς, να αξιούν να είσαι ευπαρουσίαστος και να περνάς μισό μήνα με ένα δεκάρικο! Και εκείνο δανεικό. Πότε στεναχωριούμαι, πότε γελώ βλέποντας την αστεία αυτή κατάσταση ελπίζουσα επι τα βελτίω!
15 Ιουνίου
Δε βαστώ πειά, κείνο που με βασανίζει δεν είναι αμφίβολο, όχι δεν έχω πλέον το δικαίωμα να βάζω ερωτηματικό αμφιβολίας σε κάθε μου σκέψη για εκείνον. Το βλέμμα μου, η ψυχή μου τον αναζητούν παντού και πάντα. Είναι εδώ; Ξέρει ότι είμαι εδώ;
25 Ιουλίου, Κυριακή βράδυ
Νοιώθω την ψυχή μου γεμισμένη από ένα γράμμα του που έλαβα σήμερα. Τι παράδοξος άνθρωπος. Απαντά στο γράμμα μου έτσι με έναν τόνο απλό και στοργικό όπως θα έγραφε σε μια αδελφή του. Του είχα γράψει για ένα επεισόδιο που μου έτυχε στη θάλασσα και με απείλησε με κίνδυνο να πνιγώ. Μου απαντά με λίγες λέξεις: «να παύσεις πια να κολυμβάς. Τ’ άκουσες; » Εφίλησα τις γραμμές αυτές με ένα γέλιο συμπαθείας. Δεν είναι τρυφερές και απαλές μα έχουν κάτι χαρακτηριστικό που χαιδεύει απαλά την τρικυμισμένη ψυχή μου.
4 Αυγούστου πρωί
Είναι 9 η ώρα. Μόλις έχω ξυπνήσει. Α! Πόσο ευχάριστα ξύπνησα σήμερα με ένα φίλημα, δηλαδη με ένα γράμμα του αγαπημένου μου…Είναι τόσο τρυφερό το γραμματάκι αυτό, είναι τόσο γλυκό, τόσο απαλό σωστό φίλημα. Το φίλησα χίλιες φορές. Τώρα όμως στέκω και το κοιτάζω με ένα θλιβερό παράπονο. Μου γράφει ότι δεν θα έρθει εδώ, όπως άλλοτε μου έγραφε,για κάποιο λόγο υπηρεσιακό. Κι εγώ είχα κάνει τόσα ωραία όνειρα για την συνάντηση μας, ύστερα από 2 χρόνων χωρισμού! Δεν θα ΄ρθει!… Δεν θα ρθει…. αλλά πότε θα έρθει λοιπόν…
1 Σεπτεμβρίου
Βαρέθηκα πια να διαβάζω γράμματα του μέσα στα οποία μάταια ερευνούσα να βρω την αγάπη του… Του έγραψα και του ζήτησα να μη μου γράψει πια… να με ξεχάσει όπως θα τον ξεχάσω…
21 Φεβρουαρίου, Δευτέρα βράδυ
… Δεν ανέχομαι πια την εκρεμμότητα αυτή του να κρέμεται σε μια κλωστή κάθε μου όνειρο. Γεννήθηκα για να αγαπώ είναι αλήθεια και δεν μου αρκεί να μ΄αγαπούν. Όταν εγώ δεν αγαπώ είμαι δυστυχής κι ας με αγαπούν.
3 Μαίου
Τον αγαπώ… Τον αγαπώ καμία αμφιβολία πιά. Ό,τι νοιώθω σιμά του κι ό,τι δοκιμάζω μακρυά του το γνωρίζω για πρώτη φορά. Δεν μιλώ εν τούτοις υποφέρω και υποφέρει και εκείνος αλλά έτσι πρέπει να γίνει. Πρέπει να υποφέρω να πονέσω να κλάψω, για να εξιλεωθώ. Δέχτηκα κείνη την βραδυά, τη μυστική εξομολόγηση του με τόση αδιαφορία φαινομενική, θυμάμαι που του συνέστησα γαλήνη!… Τώρα υποφέρω τρομερά… με νοιώθει άραγε;
Σήμερα στο Ζάππειο ήμουν με τον Χριστόφορο- καλό μου παιδί- και τον είδαμε να περνάνει εμπρός μας. Τον φώναξα στο τραπέζι μας. Έπαιζε η μουσική και η καρδιά μου έτρεμε σαν του πουλιού. Τα μάτια του. Το χαιρετισμό του! Μ’ αγαπάει. Τον αγαπώ.
Απελπισμένε μου ποιητή θα σε αγαπήσω άραγε όσο θέλω να σε αγαπήσω, όσο σου πρέπει;
4 Μαίου, μεσάνυχτα
Γύρισα από τον περίπατο μόλις τώρα… Τελείωσαν όλα πια και οι δειλίες και οι φοβεροί πόνοι. Μ’ αγαπάει, τον αγαπώ… Τι νυχτιά κοντά στο κύμα που έσπαε απαλά μπρος τα πόδια μας… το πυροφάνι, τ’ αστέρια… τα μάτια του πόσο πηδούν όλα αυτά μέσα στο νού μου. Χτυπάει γοργά η καρδιά μου σαν ωρολόγι, θα λεγε κανείς πως προφέρει το όνομά του..
12 Μαίου, μεσάνυχτα
Δυστυχισμένη για πάντα! Γιατί να το μάθω; Γιατί να μη ζω καλύτερα μέσα στο γλυκό όνειρο της αγάπης του που τόσο ανύποπτα δεχόμουν; Λατρεμένε μου, άσε στην αγκαλιά μου το βάρος του πόνου σου, είμαι δυνατή… Σ’ αγαπώ και θα το βαστάξω… τη θυσία που μου ζητάς να εξιλεώσω στα μάτια σου, τη Γυναίκα, σου την προσφέρω…. Ρίχνω την ζωή μου στα πόδια σου και συχώρεσε με αν άνθρωπος καθώς είμαι πονώ… πονώ πολύ μπροστά σου.
16 Μαίου
Είχε μεσολαβήσει μια μέρα που δεν ιδωθήκαμε κι έτσι σήμερα με τι λαχτάρα βρέθηκε ο ένας κοντά στον άλλον! Τι θέρμη που έχουν τα ατέλειωτα φιλιά του. Αρχίζω να πιστεύω πως μ΄αγαπάει.
17 Μαίου
Επήγαμε μαζί σε ένα καφενεδάκι εξοχικό στα Πατήσια. Ένα κονσέρτο αρκετά κατηρτισμένο έριχνε στην ψυχή μας ένα πέπλο μεγαγχολίας. Το παράπονο του ερωμένου της Τόσκας που εχύνονταν από το γλυκό βιολί έκανε τα μάτια του να πλημμυρίσουνε δάκρυα και τα χείλη του να μου ψιθυρίσουν με πόνο – πόσο σ’ αγαπώ!- Λατρεμένε μου και να μη σε πιστεύω ύστερα…ανίκανη να νοιώσω το θησαυρό οου κλείνεις στη μεγάλη ψυχή σου. Γιατί όμως το τραγούδι κεινο «πεθαίνω απελπισμένος» θέλεις να θυμηθεί ο καθένας μας όταν ο ένας πεθάνει πριν από τον άλλον; Γιατί εγώ αν πεθάνω στην αγκαλιά σου μέσα, στα χάδια της αγάπης σου βα θυμηθώ τη στροφή αυτή ή εσύ πεθάνεις μέσα στις ενδείξεις της άπειρης αγάπης μου να πεις – πεθαίνω απελπισμένος;-
Πόσο σ’ αγαπώ!
23 Ιουνίου
Είναι απολύτως αδύνατον να με αγαπάει με την ίδια αγάπη που τον αγαπώ. Όταν είναι σιμά μου έχει μια τρέλα ακατανόητη την οποία βέβαια μπορούσε να έχει μπροστά και σε μια άλλη γυναίκα που δεν θα τον αγαπούσε. Και εγώ τρελαίνομαι να τον βλέπω και μόνο να τον βλέπω, να μου μιλεί, να με κοιτάζει με τα μάτια του εκείνα που πρωταγάπησα. Είχε χθες νεύρα πολλά, έτσι ιδιότροπο ένοιωθα μέσα μου να τον αγαπώ πιο πολύ. Σε μια στιγμή του είπα – δεν θέλω να με φιλείς- και μου απάντησε απότομα – θέλω εγώ -. Δεν ξέρω πόσο εκείνη την στιγμή με έκανε να θυμώσω αλλά ύστερα γι’ αυτό ακριβώς που μου’πε τον φιλούσα χίλιες φορές.
Το βράδυ φάγαμε μαζί. Χλωμός, εξαντλημένος, με τις νευρικές χειρονομίες του είχε μια γοητεία αλλοιώτικη. Το βλέμμα μου τον περιέβαλλε με μια ολόκληρη λατρεία. …Δεν του λέω εντούτοις παρά ελάχιστα από όσα νοιώθω σιμά του.
20 Ιουλίου
Πόσο υποφέρω αυτές τις μέρες. Ποθώ να βρίσκομαι όλες τις στιγμές μαζί του περισσότερο από κάθε άλλη φορά και δεν έχω ποτέ τη δύναμη να φύγω πρώτη. Έχει μια ψυχρότητα αλλοιώτικη, δεν ξέρω τίποτα από ό,τι του συμβαίνει και δοκιμάζω μια ζήλια ανυπόφορη. Ζηλεύω και δοκιάζω για πρώτη φορά σχεδόν ζήλεια τέτοια. Ζηλεύω πολύ- πολύ και κάθετι που τον απασχολεί, ζηλεύω τα πρόσωπα και τα πράγματα ακόμα που βρίσκονται σιμά του όταν εγώ δεν είμαι.
..Αν ήξερες πόσο βαθειά, πόσο δυνατά σ’ αγαπώ, πόσο κάθε μου σκέψη είνα για σένα, πόσο δε βλέπω τη ζωή παρά στα μάτια σου που φεγγίζουν ολοκάθαρη τη ψυχή σου, πές μου θα με αγαπούσες τότε;
Τρία χρόνια ύστερα….
Το ίδιο ερώτημα σβήνει στα μάτια μας όταν τυχαία συναντηθούμε στο δρόμο… μ’ αντιπερνάμε χωρίς καμιά δύναμη να πάρουμε το δρόμο που αφήσαμε πίσω μας…
Γυρνώ μονάχα και τον κοιτάζω πάντα το δρόμο που αφήσαμε. Είναι μακρύς, σκοτεινός, γεμάτος δυσκολίες και φρίκη… είναι τόσο μακρύς, τόσο δύσκολος… κι’ όμως – θεέ συγχώρεσε με – θα τον έπαιρνα με την καρδιά γεμάτη δάκρυα και μεταμέλεια…
Με την καρδιά δεμένη με τα σίδερα της αμαρτίας θα ξεκινούσα να σε βρω, μοναδική κι’ αξέχαστη μου αγάπη…
Δεν έχω τίποτε άλλο στη ζωή μου τόσο γλυκό, τόσο όμορφο που θα μου δικαιώνει τη ζωή, κι’ ο θεός θα με συχωρούσε… θα με συχωρούσες και συ φίλε που γεύομαι στης άδολης χαράς σου το ποτήρι βέβηλα… ανόσια… θα με συχωρούσες… το ξέρω…
Γυρνώ κι’ αναμετρώ το δρόμο πάντα. Γύρισε προς ’μένα το κεφάλι στην άκρη εκεί που βρίσκεσαι, κι’ ούτε ένα βήμα μην κάνεις εσύ στο δρόμο της αμαρτίας, θα πάρω μόνη μου στις αχαμνές μου πλάτες το φορτίο και θα ρθω… μόνο βλέπε με καθώς θα ρχομαι, μην πάρεις τα μάτια σου από μένα και πνιγώ μέσ’ στο σκοτάδι…
Δεν θέλω τίποτε άλλο, μόνο να φτάσω, να σταθώ κοντά σου τόσο που φτάνει για να ιδώ… να ιδώ το πρώτο βλέμμα σου εκείνο που μου ’ριχνες σαν έφτανα… τις μικρούλες όλες εκείνες ρυτίδες στο πρόσωπό σου… ω, ξέρω καλά πως η καθεμιά τους γίνεται… να ιδώ το χαμογέλιο σου – πως είναι όλα τους στο λογικό μου εδώ γραμμένα – να ιδώ τα χέρια σου ν’ απλώνονται σε μένανε να με αγκαλιάσουν… να ιδώ… να νιώσω το φίλημα σου…
Εδώ είμαι και καρτερώ, σε βλέπω, μη φύγεις, στρέψε την όψη σου από δω… μη με αρνηθείς, θα ζήσω στην πιο άχαρη ζωή χωρίς εσένα. Βλέπω μπροστά μου δροσερά λουλούδια ν’ ανθούν για μένα κι’ όμως δεν τα θέλω και δεν τα χαίρομαι.
Έλα εσύ και στρώσε με αγκάθια το δρόμο να πατήσω να χυθεί στάλα τη στάλα όλο μου το αίμα και να σβήσω μπροστά σου, μισημένη από σε τον ίδιο κι’ ίσως περιφρονημένη.
Μα δε γυρνάς καθόλου… ποιος να ξέρει σε τι ευτυχίας με σκέφτεσαι λιμάνι και δεν τολμάς… ποιος ξέρει πάλι αν έχει ξανανθίσει εσέ η καρδιά σου κι’ ολότελα με ξέχασες…
Εδώ είμαι και καρτερώ να στρέψης την όψη σου σε μένα… ρέει το δάκρυ απ’ τα φτωχά μου μάτια νύχτα-μέρα… Τριγύρω μου φαρμακερά θ’ ανθίσουν λουλούδια… θα υψωθούν να με ζώσουν και θα πνιγώ απ’ αυτά, πέρα κρυμμένη πάντα. Κι’ απ’ τα δικά σου μάτια… μείνε..
Δευτέρα 15 Ιουνίου 1925
Πηγή:Μαρία Πολυδούρη, Άπαντα