Στα 1905 -σε ηλικία μόλις 18 ετών- η Μαρίκα Κοτοπούλη πρωταγωνίστησε, ως Ηλέκτρα, στην Ορέστεια του Αισχύλου, σε μια παράσταση που δόθηκε στην Αλεξάνδρεια. Ανάμεσα στους θεατές ήταν ο Ίων Δραγούμης και ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Η πρώτη εντύπωση του Δραγούμη, είχε ως εξής:
Μια λεπτή γυναικεία σιλουέτα είχε ξεπροβάλλει τώρα στη σκηνή:
«Προς σας θεοί
την προσευχή μου τώρα υψώνω…»
Ο Δραγούμης τινάχτηκε στο θεωρείο του, σαν να έβγαινε από ένα λήθαργο. Εκείνη η λιγνή φιγούρα έμοιαζε να στέλνει ηλεκτρικές εκκενώσεις σε όλο το θέατρο:
«Δούλη κι εγώ είμαι
όπως αυτός εδώ
ο Ορέστης
από τα πλούτη γυμνωμένος…
Ο Δραγούμης είπε σιγά: «Ποια είναι αυτή η φωνή;»
Και μετά πιο δυνατά – σχεδόν άγρια: «Ποια είναι αυτή η φωνή;»
Ο Καβάφης έσκυψε και του είπε ήσυχα, από δίπλα:
«Αυτή, Ίων, είναι η Κοτοπούλη».
Ο Δραγούμης ανοιγόκλεισε τα μάτια του σαν να πάσκιζε να αποκρυπτογραφήσει έναν αναπάντεχο θεατρικό γρίφο:
«Αυτό το πραματάκι;»
Τρία χρόνια αργότερα ο Ίων Δραγούμης και η Μαρίκα Κοτοπούλη θα γνωριστούν και θα ερωτευτούν παράφορα.
Δώδεκα χρόνια μετά, ένα μεσημέρι στο σπίτι τους στην Κηφισιά, η Κοτοπούλη θα τον παρακαλέσει, θα τον αγκαλιάσει σφιχτά, θα πέσει στα πόδια του προκειμένου να τον πείσει να μην επιστρέψει στην Αθήνα, καθώς οι Βενιζελικοί ζητούσαν εκδίκηση για την υποτιθέμενη δολοφονία του Βενιζέλου.
Ο Δραγούμης δεν την άκουσε. Περήφανος και ακατάδεκτος, όπως ήταν πάντα, προτίμησε να οδηγήσει από τον ίδιο δρόμο που είχαν έρθει στην Κηφισιά, να περάσει ξανά από το σημείο που ήξερε πως τον παραμόνευαν οι άντρες του Γύπαρη και να βρει τελικά το θάνατο από τις σφαίρες των αντρών του εκτελεστικού αποσπάσματος.
Ο Δραγούμης δεν την άκουσε. Περήφανος και ακατάδεκτος, όπως ήταν πάντα, προτίμησε να οδηγήσει από τον ίδιο δρόμο που είχαν έρθει στην Κηφισιά, να περάσει ξανά από το σημείο που ήξερε πως τον παραμόνευαν οι άντρες του Γύπαρη και να βρει τελικά το θάνατο από τις σφαίρες των αντρών του εκτελεστικού αποσπάσματος.
Είκοσι τρεις μέρες έκρυβαν από τη Μαρίκα το φριχτό γεγονός, μέχρι που ο Γεώργιος Βλάχος, ο ιδρυτής της Καθημερινής, βρήκε το θάρρος και της είπε πως σκοτώθηκε ο Ίων.
Τη συγκλονιστική συνέχεια τη διηγείται ο Δημήτρης Μυράτ:
Έπεσε κάτω στο πάτωμα κι άρχισε να το γδέρνει… έγδερνε τις σανίδες με τα νύχια της και φώναζε Ίων! Ίων! Ίων!
Μετά από πολλά χρόνια, λίγο πριν πεθάνει, μου είπε: «Ξέρεις, εκείνη τη στιγμή τι σκέφτηκα; Άραγε όταν πέφτω χάμω και κλαίω τον Ορέστη, έτσι σωστά τον κάνω; Όπως κλαίω τώρα τον Ίωνα;
Πηγή: Από το βιβλίο του Φρέντυ Γερμανού «Η Εκτέλεση»