Γνωρίζω έναν άνθρωπο που τις περισσότερες ώρες της ημέρας αισθάνεται θλίψη. Ας το καταλαβαίνουν λίγοι. Ας έχει ρόλους πολλαπλούς, ας έχει ζωή κανονική. Ακόμη και τις ώρες που κάνει χιούμορ με τους φίλους του, το τόξο που θα σχηματίσουν τα χείλη του χαμογελώντας παίρνει αρκετά δευτερόλεπτα εξαιτίας εκείνου του βάρους στο στέρνο. Για πολλά χρόνια νόμιζα πως έτσι γεννήθηκε, μα τώρα ξέρω πως του συνέβησαν πολλά. Δουλεύοντας την ενσυναίσθησή μου και ψάχνοντας εντατικά το βιογραφικό του βρήκα απώλειες και στερήσεις, μακροχρόνιες μειονεξίες κι αρκετές απολογίες. Δεν είμαι ειδικός, μα νιώθω ότι η πηγή της θλίψης του είναι η έλλειψη αποδοχής. Όχι από τον κόσμο, αυτόν γραμμένο τον είχε πάντα. Από τον ίδιο του τον εαυτό.
Σε νιώθω, φίλε. Κι ας μην μπορώ διόλου να σε βοηθήσω. Μόνο εσένα έχεις. Σε νιώθω, όμως. Πάει καιρός που νιώθεις ξεχασμένος μέσα στο κουκούλι σου. Σαν να σε προσπέρασε η φύση, σαν να σε αρνήθηκε το θαύμα της. Έχεις παραμείνει κάμπια. Έτσι αισθάνεσαι. Ένα μικρό κι άθλιο έντομο περικυκλωμένο από ίνες μεταξιού. Ζεις το πιο παράδοξο παρόν. Όσο πιο όμορφο το κουκούλι σου, τόσο πιο άθλιος αισθάνεσαι εσύ μέσα σ’ αυτό. Περιμένεις τη συντριβή που θα σε οδηγήσει στην οριστική σου μεταμόρφωση. Περιμένεις ανυπόμονα και καρτερικά. Ήρεμα και κολασμένα. Βιώνεις τις αντιφάσεις αυτού του κόσμου λαχταρώντας την ολοκληρωτική αποσύνθεση αυτού που είσαι τώρα και τη μετατροπή του στη βασική σου δομή. Την επιστροφή σου σ’ αυτήν.
Δεν μπορείς ν’ αλλάξεις. Να γίνεις, μόνο, μπορείς αυτό που πραγματικά είσαι. Αυτό που κρύβεις επειδή βολεύτηκες στο εύκολο. Στο μειονεκτικό. Στο κακέκτυπο. Στη μάζα. Στη συνήθεια. Στην κεκτημένη ταχύτητα. Να αγαπήσεις εσένα πρέπει κι ύστερα με τα νύχια σου αν μπορέσεις να ξηλώσεις το κουκούλι αυτό της αυτολύπησης μέσα στο οποίο ζεις χρόνια. Να βγεις απ’ αυτό και να είσαι εσύ. Το παιδί που ήσουν πριν τον χαμό. Όχι, δεν μπορείς ν’ αλλάξεις. Κανείς δεν μπορεί. Μπορείς μόνο να επιστρέψεις σ’ αυτό που κρύβεις, στην αρχική σου κλίση, στη φυσική σου δομή, στον πραγματικό σου εαυτό. Στην ομορφιά που κρύβουν τα σωθικά σου. Στο κάδρο που βρίσκεται στην εφηβική σου βιβλιοθήκη. Στη φωτογραφία της παιδικής σου ταυτότητας.
Χρόνια τώρα περιμένεις το θαύμα να γίνει από μόνο του. Σαν να μη φταις εσύ γι’ αυτό που νιώθεις. Αιώνες τώρα λαχταράς να εκκολαφθείς στην αρχέγονή σου κατάσταση, μα φοβάσαι τη συντριβή που θα προηγηθεί. Ζεις εν αγνοία σου, όμως, τη συντριβή αυτή κι αναμοχλεύεις προϊστορικά τραύματα και μισοκλεισμένες πληγές. Χαζεύεις ουλές και πνίγεσαι στη μιζέρια της ενοχικότητάς σου που δεν χειρίστηκες κάποτε τα πράγματα αλλιώς. Χαϊδεύεις τις ουλές αυτές και προσδοκάς αναίμακτη μετάβαση. Μπορούσες μήπως να κάνεις αλλιώς; Είσαι σίγουρος ότι μπορούσες τότε να διαχειριστείς τα πάντα καλύτερα; Θα μπορέσεις άραγε ποτέ να σε συγχωρήσεις; Θα μπορέσεις άραγε ποτέ να σε αγαπήσεις;
Η μεταμόρφωσή σου σε πεταλούδα πρέπει αυτό ακριβώς να σημαίνει.
Να μάθεις να σε αγαπάς. Να σε φροντίσεις. Να σε συγχωρήσεις για όλα όσα συνέβησαν. Για όσα νομίζεις ότι δεν έκανες καλά. Να σου επιτρέψεις να μπεις ξανά στην κορνίζα και να γίνεις ξανά εσύ. Το πρόσωπο χωρίς τις ρυτίδες, η όψη χωρίς τη θλίψη. Είχες πάντα το υλικό, ήσουν το υλικό, το περίβλημα μόνο άλλαζε. Είχες πάντα την ομορφιά της πεταλούδας που θα γίνεις ξανά, ας έβλεπες εσύ μόνο την κάμπια. Ας την έκρυβες πάντα, για να μην αντικρύσουν την κάμπια. Πώς να γεννηθεί η πεταλούδα αν δε σταματήσεις να μισείς την κάμπια; Πώς να πετάξει μακριά η πεταλούδα αν δεν αγαπήσεις πρώτα εσύ την κάμπια; Σε νιώθω, φίλε. Μα είναι μονόδρομος. Βλέπω ήδη τα πολύχρωμα φτερά σου. Καιρός να τα δεις κι εσύ.
Φωτογραφία: Black & White Stories (εκδόσεις Νήσος)