Search
Close this search box.

Η γάτα

11
4151

Πόσες ώρες να 'χαν περάσει…

Ούτε που πήρε χαμπάρι. Στεκόταν τόσες ώρες κάτω από κείνο το αναθεματισμένο τσίγκινο υπόστεγο. Και σαν να μην έφτανε ο εκνευριστικός ήχος της βροχής πάνω από το κεφάλι του, είχε και μια παλιόγατα που του τριβόταν πεινασμένη. Τις μισούσε τις γάτες. Ζώα της επαιτείας τα 'λεγε.

Θα 'φευγε. Το πήρε απόφαση. Λίγα λεπτά ακόμα, μπας και άργησε το λεωφορείο της και μετά θα 'φευγε. Τι νόμιζε δηλαδή; Πως επειδή είχε ξεστομίσει ένα σ' αγαπώ, θα την περίμενε μια ζωή;

''Να φανείς άντρας, ρε!'' άκουγε τη φωνή του Στέλιου, κολλητάρι από παλιά, μες στα αυτιά του.

''Να ζητήσεις εξηγήσεις!''.

Ναι, έπρεπε να ζητήσει εξηγήσεις. Γιατί έφυγε έτσι εκείνο το βράδυ; Γιατί εξαφανίστηκε;
Τόσους μήνες μαζί να τους πετάξει έτσι στα σκουπίδια σε μια νύχτα;
Κάτι θα συνέβη. Ήταν βέβαιος πως κάτι συνέβη. Γι' αυτό τον πήρε να βρεθούνε. Κι ας πέρασε ένας μήνας και μια εβδομάδα από τότε. Τον πήρε όμως. Θέλει να μιλήσουνε, είπε. Πρέπει να του πει κάτι σοβαρό, είπε.

Η Χάρις τον αγαπούσε. Φαινόταν. Κι ας μην του το 'πε ποτέ. Έφτανε ο τρόπος που τον κοιτούσε. Αυτά τα πελώρια γκρίζα μάτια της του 'καναν τη ζημιά. Αυτός ήταν μαθημένος αλλιώς.

Στο συνεργείο του το πρωί, τον υπνάκο του το μεσημέρι και μετά καφεδάκι και βόλτες με τις μηχανές με τους κολλητούς μέχρι αργά τη νύχτα. Και που και που καμιά γκόμενα, έτσι για να ξεδίνει.

Δεν τους ήθελε τους έρωτες. Τους κοιτούσε με μισό μάτι. Μια-δυο την πάτησε και πήρε απόφαση μετά πως τέλος. Δεν ήταν αυτός για τέτοια.
Μέχρι που έπεσε πάνω στη Χάρις. Κυριολεκτικά.

Βράδυ Σεπτέμβρη , σ' ενα στενό της Πανεπιστημίου, εκείνη περπατούσε άτσαλα πάνω σε κάτι χοντροπάπουτσα που ποτέ του δεν τα συμπάθησε. Αυτός λιγάκι πιωμένος, χάζευε στο απέναντι πεζοδρόμιο μια ξανθιά με τα μπούτια έξω. Σύγκρουση μετωπική.
Αυτή έπεσε κάτω και εκείνος πάνω της.
Εκείνη έντρομη, άνοιξε , τότε, διάπλατα τα πανέμορφα μάτια της και τον κάρφωσε με μια υποψία φόβου και θυμού.
Αυτό ήταν. 

Εκείνος τα 'χασε με τη μια. Τραύλιζε και ψέλλιζε ''συγγνώμη'' συνεχόμενα, σαν βλάκας.

Τίποτα άλλο δεν της είπε. Μόνο την πήρε από πίσω , κρυφά, σαν υπνωτισμένος.
Την ακολούθησε στο μαγαζί που μπήκε. Κάθισε σε μια γωνιά του μπαρ και την κοιτούσε όλο το βράδυ.
Μόνο λίγο πριν φύγει εκείνη, αυτός όρμηξε και της έκλεισε την πόρτα.
 
'' Ένα ποτό. Μόνο ένα ποτό. Κερνάω.''
 
Και εκείνη έγνεψε καταφατικά.
Το ένα ποτό έγινε δύο και τα δύο, σφηνάκια μέχρι το πρωί.
Η Χάρις του 'κανε τη χάρη και μπήκε στη ζωή του.

Από τότε άλλαξαν όλα.
Όλα τα κλισέ και τα στερεότυπα που μισούσε, τα ζούσε με τη Χάρις και δεν τον ένοιαζε. Το απολάμβανε.
Τι κι αν τον χλεύαζαν οι κολλητοί, τι κι αν άνοιγε σπάνια πια το συνεργείο, αυτός ζούσε μόνο για τη Χάρις.

Περνούσαν μέρες κλεισμένοι στο σπίτι του. Γυμνοί, δίνοντας μάχες με κορμιά και σεντόνια.΄ Ηταν εξαρτημένος από το σώμα της, το στήθος της, τα χείλη της. Αν δεν έμπαινε μέσα της μια μέρα, τρελαινόταν. Τη δόση μου, της έλεγε και εκείνη γελούσε. Και γελούσαν και τα γκρίζα μάτια της.
Και άνοιγαν οι ουρανοί.
Κι από συγκρούσεις, να φαν' κι οι κότες. Όλο το τετράγωνο τούς άκουγε μόλις τσακώνονταν.
Στα χέρια πιάνονταν. Πάθος. Σε όλα. Πολύ πάθος. 
Μα πάντα κατέληγαν στο πάτωμα, αγκαλιά, νικημένοι από την ίδια τους την επιθυμία.

Ένα βράδυ, κι αφού είχαν γεμίσει ο ένας τον άλλο γρατζουνιές και σημάδια από τον πόθο, εκείνος , μεθυσμένος ακόμα από την ηδονή και αβάσταχτα ερωτευμένος μαζί της, ξεστόμισε το ''απαγορευμένο''..

''Σ' αγαπάω.''
 
Εκείνη έμεινε ασάλευτη. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, έπιασε να μαζεύει ρούχα για πλυντήριο. 

''Έχεις κάτι άλλο σε μαύρο; Σκούρα θα βάλω.''
 
Εκείνος θύμωσε. Ταπεινώθηκε ο εγωισμός του.
 
''Χάρις δεν με άκουσες; Σου είπα σ' αγαπάω!''
 
Εκείνη πάλι σώπασε. Συνέχισε μηχανικά ό,τι έκανε.
Και εκείνος τρελάθηκε. Έβαλε τις φωνές, πέταξε κάτω τραπέζια και καρέκλες και της όρμηξε. Της έσφιξε τα χέρια και της έπιασε το κεφάλι.

'' Μην κάνεις πως δεν ακούς γαμώτο! Άμα δεν το 'χεις μην το δώσεις, αλλά πάρε το δικό μου! Το νιώθω, είναι δικό σου, σου ανήκει!''
 
Εκείνη δάκρυσε, τον άρπαξε από το λαιμό και σκαρφάλωσε πάνω του. Έκαναν έρωτα μέχρι το πρωί.

Την άλλη μέρα η Χάρις εξαφανίστηκε. Εκείνος ξύπνησε και βρήκε στη θέση της μονάχα τις ζάρες στο σεντόνι από το κορμί της.
Όσο κι αν την έψαξε, δεν την βρήκε. ΄Εσπασε τα τηλέφωνα, έστησε καρτέρι σε όλα τα μαγαζιά που σύχναζε εκείνη, ρώτησε φίλους και γνωστούς. Μάταιο. Ήταν άφαντη.

Ένα μήνα και μία εβδομάδα εκείνος δεν βγήκε ξανά από το σπίτι. Έκλεισε τα παντζούρια, κλείδωσε το συνεργείο και απομονώθηκε. Έπινε και κοιμόταν. Πάντα στη μεριά του, να μετράει τις ζάρες στο- ανέγγιχτο από κείνο το βράδυ – σεντόνι από το κορμί της. Μέχρι να λυτρωθεί από τον Μορφέα.

Μέχρι σήμερα το πρωί.
 
Ένα μήνυμα στο κινητό αρκούσε για να νιώσει πως γύρισε πάλι στο σημείο μηδέν.
Οι μέρες πόνου και απελπισίας είχαν ξεχαστεί. Τώρα ζητούσε να τον δει,να του μιλήσει.
Τον ήθελε πίσω λοιπόν! Ούτε εκείνη άντεξε! Θα του εξηγούσε, θα του ζητούσε συγνώμη και εκείνος θα την συγχωρούσε. Θα την παίδευε λίγο πρώτα, έτσι για να φερθεί και λίγο σαν άντρας, όπως του' πε ο Στέλιος και μετά θα άνοιγε την αγκαλιά του.

΄Ίσως φοβήθηκε την αγάπη του, τί το ' θελε κι αυτός το ρημάδι το ''σ' αγαπώ'' ;

 
Αυτό ήταν. Θα τρόμαξε και το 'βαλε στα πόδια. Τώρα όμως γυρνούσε μετανιωμένη.
Αλλιώς γιατί να του στείλει;
 
Πέντε λεπτάκια ακόμα. Μπορεί να έχασε το λεωφορείο και να πήρε το επόμενο.
Σίγουρα θα το 'χασε. Πάντα αργοπορημένη και αφηρημένη ήταν.
Θα πήρε το επόμενο. Πέντε λεπτά ακόμα.
 
Πέντε ώρες μετά, εκείνος ήταν ακόμα μόνος, κάτω από το τσίγκινο υπόστεγο.
Το βλέμμα του ήταν χαμένο. 
Σαν άδειο σώμα, ξεχασμένο ,παρατημένο σ' έναν βρώμικο τοίχο, έστεκε ακίνητος, ανέκφραστος.

Νύχτα πια, οι φίλοι του τον κουβάλησαν μέχρι το σπίτι.

'' Ταΐστε τη γάτα'' , είπε και έπεσε σε λήθαργο.

MEDIA

Video
Sound file

Συλλογές

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση