Μοιάζει τούτη η σχέση να ξεφεύγει από κάθε πλαίσιο. Να εξοστρακίζει τους τύπους και τις τυπικότητες και να θέτει νέους, δικούς της κανόνες. Αποστασιοποιείται από τον πληθυντικό της ευγένειας και της απόστασης, κύριε Θεοδωράκη αλλά και από την απόπειρα προσέγγισης του προσώπου, κύριε Μίκη. Μένει στον άνθρωπο, αγγίζει τον σύντροφο, τον φίλο, τον αδελφό, τον μουσικό, τον άνθρωπο Μίκη.
Τα πάθη, ο πόνος, ο θάνατος, ο έρωτας, η αγάπη, η ελευθερία και η σκλαβιά, οι αξίες και τα ιδανικά της πατρίδας, έγιναν μελωδίες και φώλιασαν στις ψυχές των Ελλήνων. Ο Μίκης, δικαιωματικά, κατέλαβε την καλύτερη θέση στην καρδιά μας κερδίζοντας το μεγαλύτερο ίσως στοίχημα της ζωής του, να γίνει με τη μουσική του σύμβολο λαών.
Σιωπηλή, μα με μια ακατάσχετη φλυαρία ψυχής, ανηφόρισα εκείνο το καλοκαιρινό απόβραδο του Ιούνη την καταπράσινη πλαγιά στο μικρό χωριουδάκι των Χανίων. Εκεί στο πέτρινο και απέριττο θεατράκι είχαμε δώσει ραντεβού. Μια συνάντηση που ξέφευγε από κάθε τετριμμένο. Τι κι αν μάλωσα με τη λογική προσπαθώντας να την πείσω να σταθεί στο ύψος τής περίστασης. Η σοβαρότητα της στιγμής δεν την άγγιξε καθόλου. Καταλήξαμε σε αδιέξοδο. Έτσι κι αλλιώς, μου πρόταξε… τα συμφωνημένα δύσκολα πια αποτελούν όρκο τιμής. Ιδίως στα συναπαντήματα με τους μύθους.
Δάγκωσα τα χείλη σε μια απέλπιδα προσπάθεια να πνίξω τον λυγμό. Έτσι, μου είπαν πως συμβαίνει, με τις εμβληματικές προσωπικότητες.
Δεν είναι και λίγο να ανταμώνεις με την ιστορία που ξεδιπλώνεται μπροστά σου. Κάθε τραγούδι σου άλλωστε είναι από μόνο του μια σελίδα της ιστορίας.
Παγιδεύτηκα και παραδόθηκα αμαχητί στις νότες που έστησαν χορό στο πεντάγραμμο του χρόνου. Μα ήταν φυσικό επακόλουθο αφού οι νότες σου είναι ένα κομμάτι μιας συγχορδίας της ψυχής μας.
Κοινώνησα την Ελλάδα της «Άρνησης», της «Ξενιτειάς», των «πόθων και του πάθους».
Λιποτάκτησα, ταξιδεύοντας στην «Όμορφη πόλη» και ξεχύθηκα σε «δρόμους παλιούς π’ αγάπησα και μίσησα».
Κοντοστάθηκε η σκέψη, πριν η καμπάνα σημάνει μεσάνυχτα, φοβούμενη το «τέλος της αγάπης».
Κι όταν η νοσταλγία με πολιόρκησε, διεκδικώντας το δικό της μερίδιο στα συναισθήματα, σήκωσα το κεφάλι ψηλά και χάθηκα με το νου στη «γειτονιά των αγγέλων».
Νύχτα δακρύων… της μνημοσύνης, της τιμής, του χρέους, της βαθειάς υπόκλισης, του μεγάλου ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΜΙΚΗ… που πέταξε σαν τους «χαρταετούς» σου μέχρι τη Βολιβία.
Γιατί Μίκη από μόνος σου είσαι η… Ρωμιοσύνη.