Πρωί. Με τις πρώτες ανάσες. Τα παιδιά. Το φως της ζωής μου στο δίπλα δωμάτιο. Να κάνω καφέ. Πρέπει να πάρω παπούτσια του μικρού. Να βρω μια πρωινή δουλειά. Η νύχτα δεν παλεύεται άλλο, γερνάω. Τι μαγειρεύουν πάλι σήμερα; Μακάρι να πάει καλά το βιβλίο. Τα παιδιά. Του χρόνου διακοπές ασυζητητί. Τελείωσε το απορρυπαντικό πλυντηρίου. Το ενοίκιο. Να περάσω το όριο των λέξεων σήμερα. Ο μεγάλος να πάει για ψωμί. Θυμήθηκα να πω ευχαριστώ που ξύπνησα γερή;
Πάνω-κάτω οι ίδιες σκέψεις κάθε μέρα. Κάποιες φορές αλλάζει η σειρά. Ο καφές γίνεται πρώτη σκέψη και το ενοίκιο τρίτη. Όχι ότι αλλάζει στην ψυχή η προτεραιότητα. Οι ανάγκες αλλάζουν. Ίδιο, όμως, πάντα το μοτίβο. Μέχρι πριν λίγο καιρό. Που οι σκέψεις έγιναν κι άλλες. Ή μόνο άλλες. Και η σειρά άλλαξε. Καινούριες ασύνδετες σκέψεις, σαν σύντομα τηλεγραφήματα προς την ψυχή. Χωρίς τα «στοπ». Καφές κι ενοίκιο ξαφνικά δεν υπάρχουν στη λίστα.
Τα παιδιά μου. Είναι μέσα και κοιμούνται. Ευτυχώς. Τα παιδιά της, όμως; Η άλλη μάνα δεν έχει πια παιδιά. Έχει πια νόημα η ζωή; Για μένα θα είχε νόημα μετά; Πού θα το έβρισκα; Πώς ξυπνάς σε ένα σπίτι που δε θα έχει ποτέ ξανά τα παιδιά; Πώς είναι να καίγεσαι; Πώς είναι να έχεις έναν τόσο μαρτυρικό θάνατο; Πώς είναι να ξέρεις ότι τα παιδιά σου κάηκαν ζωντανά; Κρίμα, ρε γαμώτο. Πόσο κρίμα! Να στέλνεις τα παιδιά να κάνουν λίγα μπάνια όσο εσύ δουλεύεις και ξαφνικά να μην υπάρχουν. Τα παιδιά. Πάντα και πρώτα τα παιδιά. Το δέρμα τους που δε θα ξαναμυρίσεις. Τα κορμάκια που δε θα σκεπάσεις ξανά. Τα μάτια τους που δε θα ξαναδείς.
Κι ύστερα κι άλλες σκέψεις. Την ίδια μέρα ή την ακριβώς επόμενη. Τα παιδιά. Όχι τόσο οι μεγάλοι, μα τα παιδιά. Τι δουλειά είχαν τα παιδιά με ό,τι έκαναν κι έφταιξαν οι μεγάλοι; Κι ύστερα αυτοκριτική. Μα πόσο αναίσθητη έγινες – στον εαυτό μου αυτό – και δε συγκλονίζεσαι για τους μεγάλους; Σύσσωμο το ελληνικό διαδίκτυο μιλά συγκλονισμένο για την απώλεια όλων. Κι εσύ θρηνείς μόνο για τα παιδιά; Τόσο αναίσθητη; Μπα, όχι. Ο θάνατος των μεγάλων είναι στα απρόβλεπτα καθημερινά. Λίγες βάρδιες σ’ ένα νοσοκομείο και λίγη φαντασία αν διαθέτεις και τον συναντάς στους διαδρόμους σαν μαύρη βιαστική σκιά να τρέχει βιαστικά. Μόνο των παιδιών ο θάνατος δεν χωνεύεται με τίποτα. Δε χωρά σε φιλοσοφίες και χρόνιες εξοικειώσεις.
Κι άλλες ασύνδετες σκέψεις. Γιατί οι δωρεές να χρειαζόντουσαν μια φωτιά για να αναδειχθούν; Τόσα σπίτια κλειστά γιατί άραγε δεν άνοιξαν την πόρτα τους ποτέ για άλλους άστεγους και πένητες; Γιατί να μη μείνουν οι δωρεές ανώνυμες; Γιατί τόση ρεκλάμα; Τόσες κούτες με τρόφιμα γιατί δεν πήγαν ποτέ σε κάποιους φτωχούς αφού αποδείχτηκε ότι πάντα όλοι τελικά είχαμε περίσσευμα; Και να οι δωρεές σε εκατομμύρια ευρώ να διαγωνίζονται ποια θα περάσει την άλλη! Και να τα ίδια κλισέ στα μέσα ενημέρωσης και να οι φωτογραφίες και να τα λαϊκά δικαστήρια! Και ρεκλάμα. Πολύ ρεκλάμα!
Και κατακραυγή. Άφθονη κι αυτή. Πουθενά κανείς ατομική ευθύνη! Το κράτος! Οι αρμόδιοι! Οι υπεύθυνοι! Και πάλι το κράτος! Εγώ ποτέ. Το κράτος. Ο ανεύθυνος που λέγεται «κράτος» και ποτέ δεν γκρέμισε. Όχι εγώ που έχτισα. Ο απατεώνας που λέγεται «κράτος» που χρηματίστηκε κι επέτρεψε κι όχι εγώ που λάδωσα για να χτίσω. Ο άχρηστος που κυβερνά κι όχι εγώ που τον ψήφισα. Το κράτος! Για όλα φταίει το κράτος. Εγώ σε τίποτα. Ας είμαι από μόνη μου κράτος. Ας είναι κι ο γείτονας κράτος. Ας είμαστε όλοι κράτος. Κι όσοι έγιναν θυσία από άποψη δοτικότητας και υπερπροσφοράς; Οι πυροσβέστες δεν είναι κράτος; Οι αστυνομικοί ή οι διασώστες; Κι αυτοί κράτος είναι αλλά μάλλον δε φταίει αυτό το κράτος. Το άλλο κράτος φταίει! Το «κακό» κράτος. Το άλλο είναι το «καλό». Μα πώς στην ευχή νόμιζα ότι υπάρχει μόνο ένα;
Κι ύστερα κι άλλες σκέψεις. Για τα πάντα φταίει πάντα κάτι άλλο. Ατομική ευθύνη καμιά. Παραίτηση καμιά και ανάληψη ευθύνης, επίσης, καμιά. Μόνο εδώ, πιθανότατα μόνο σ’ αυτή εδώ τη χώρα, συμβαίνει το εξής παράδοξο. Ο ατομισμός να είναι ιδεολογία και θρησκεία, μα ατομική ευθύνη να μη συναντάς πουθενά. Κι άλλες σκέψεις. Ζω σε ένα κοινωνικό πλαίσιο αποκλειστικά για τον εαυτό μου και για ό,τι μου συμβεί φταίει μια υπερφυσική ξένη σε μας οντότητα, μια απρόσωπη τερατοκατασκευή που λέγεται «κράτος».
Είναι και το άλλο. Άλλη σκέψη. Τελικά δεν είμαι πουθενά ασφαλής. Μπορεί μια μέρα να πάω σχολείο, αν είμαι μαθητής, να πάω διακοπές ή στη δουλειά, αν είμαι ενήλικας και να μην ξαναγυρίσω σπίτι ποτέ. Μπορεί να καώ, να πνιγώ ή να με πυροβολήσουν σε κάποιο στενό στη διαδρομή. Κανείς από τους δικούς μου δε θα μάθουν ποτέ το γιατί και δε θα τιμωρηθεί ποτέ κανείς. Κανείς δε θα βγει ποτέ σε ένα βήμα να πει στους δικούς μου «εγώ έφταιξα. Ονομάζομαι έτσι και παραδέχομαι ότι εγώ έφταιξα για ό,τι της συνέβη.»
Έχουν περάσει μήνες από τότε που το κράτος καταδικάστηκε ομόφωνα και που πρωτοέκανα σκέψεις για παιδιά που δε γύρισαν σπίτι. Οι αναφορές σταμάτησαν, οι ενοχές εξαργυρώθηκαν και τα στόματα σφραγίστηκαν. Το ελληνικό διαδίκτυο ξαναγύρισε στη ρουτίνα του. Οι ρεκλάμες σίγησαν. Δε γνωρίζω τι είναι πλέον πιο επικίνδυνο. Το θέμα της ατομικής ευθύνης ή που ξεχάσαμε; Έλα, μην το αρνηθείς, όσο να ‘ναι ξεχάσαμε. Ξεχαστήκαμε και ξεχάσαμε.
Πρωί. Δύο μήνες μετά. Με τις πρώτες ανάσες. Τα παιδιά. Το φως της ζωής μου. Να κάνω καφέ. Οι ίδιες ακριβώς σκέψεις. Για τη δουλειά. Το απορρυπαντικό που τελειώνει. Τα κοινόχρηστα. Με πιάνει άγχος που δεν ξανασκέφτηκα εκείνα τα παιδιά. Δε μ’ αρέσω έτσι. Ξεχνάμε εύκολα και γρήγορα. Ίσως τελικά το να ξεχνάμε είναι χειρότερο από οποιαδήποτε ανάληψη ατομικής ευθύνης. Η συναίσθηση, η συνείδηση και η μνήμη είναι μύες που θέλουν καθημερινή άσκηση για να μην ατροφούν. Ναι ναι! Αυτό είναι. Να μην ξεχάσω, να μην ξεχνώ. Πώς να αναλάβει ευθύνη μια συνείδηση που είναι νεκρή;
Πρωί. Δύο μήνες και μια μέρα μετά. Με τις πρώτες ανάσες. Τα παιδιά. Να κάνω καφέ. Να αλλάξω δουλειά. Να πάρω παπούτσια του μικρού. Να θυμηθώ να πληρώσω τα κοινόχρηστα. Μα πριν απ’ όλα, να θυμηθώ να μην ξεχάσω! Κι όσο συνεχίσω να θυμάμαι, ίσως κάποτε να βρω το θάρρος να παραδεχτώ ότι για όλα όσα συμβαίνουν φταίω κι εγώ.
Artwork by CHARACTERS