Πρόσφατα, ήρθε στην κατοχή μας το πατρικό σπίτι της προγιαγιάς μου τη Ειρήνης, σε ένα ορεινό χωριό του Ρεθύμνου. Αφού ανακαινίστηκε ικανοποιητικά, έγινε κάτι σαν ησυχαστήριο. Σαν διψασμένη Αθηναία, επιτέθηκα από τη πρώτη μέρα, στα τριγύρω αξιοθέατα της περιοχής. Είδα σοκάκια πλακόστρωτα, πέτρινες εκκλησίες, θέα και φύση για όσο αντέχει το μάτι.
Το χωριό έχει κτήρια που χρονολογούνται από το 1600 μ.χ. Ένα τέτοιο βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το σπίτι της προγιαγιάς.
Είναι ένα διώροφο, πετρόκτιστο σπίτι, σαν μικρός πύργος, με το πάχος των τοίχων να πλησιάζει το ένα μέτρο, με μια μικρή εσωτερική αυλή, με στάβλο, πηγάδι, θολωτές οροφές, οντάδες κ.α.
Παρά τις προειδοποιήσεις για την επικινδυνότητα του κτηρίου, πήρα τη φωτογραφική μου και με προσεκτικές κινήσεις άνοιξα την παλιά ξύλινη πύλη.
Από τις πλάκες του δαπέδου ξεπηδούσαν όλων των ειδών τα φυτά: μαργαρίτες, τσουκνίδες, κισσοί. Ήταν αδύνατο να περιηγηθώ στα δωμάτια που περικύκλωναν την εσωτερική αυλή, εξαιτίας αυτής της πυκνής βλάστησης. Έτσι με προσεκτικά βήματα ανέβηκα τα ραγισμένα πέτρινα σκαλιά που οδηγούσαν στον πρώτο όροφο.
Οι εικόνες που με αγκάλιασαν ξαφνικά, με έκαναν να ξεσπάσω σε ένα αθόρυβο κλάμα.
Βρέθηκα στην κεντρική κρεβατοκάμαρα του σπιτιού. Ο ξεφλουδισμένος ασβέστης από τους τοίχους μπερδευόταν με τις συνθέσεις από τα δεκάδες καδράκια με φωτογραφίες από αγαπημένα πρόσωπα: μωρά, βαφτίσεις, γάμοι, στρατιώτες. Φαντάσματα και φωνές από άλλες εποχές. Πού και πού έβλεπες εικόνες με το «Χριστούλη» να κρατάει προβατάκια.
Σε μια εσοχή στον τοίχο ήταν ένα παλιό ξύλινο ραδιόφωνο, παραδίπλα δύο κασέλες, ένα τραπέζι, 3-4 σπασμένες καρέκλες και μια σερβάντα με μερικά ανάγλυφα ποτήρια. Στη πιατοθήκη βρήκα στοιβαγμένα μερικά βιβλιάρια του ΙΚΑ και ένα αντίτυπο του Ερωτόκριτου, χρονολογίας 1954.
Παντού γράμματα. Φωτογραφίες, πλεκτά σεμέν, όλα στοιβαγμένα κάτω από ακαθαρσίες από νυχτερίδες και από τη σκόνη.
Ανακάλυψα πως το τελευταίο πρόσωπο που έμεινε στο σπίτι αυτό ήταν μια “Θεία Μαρία”.
Αριστερά, δίπλα από τη σερβάντα, ήταν ένα μεταλλικό κρεβάτι. Έμεινα για ώρα να το κοιτάζω, σαν να ξάπλωνε πάνω το νεκρό κορμί της. Τσαλακωμένα σεντόνια…. μια σκισμένη νυχτικιά. Ένα κουβαριασμένο υφαντό. Ιδρωμένα μαξιλάρια. Μια παραβιασμένη λουστρινένια τσάντα.
Το κρεβάτι αυτό, κανένας δεν το έστρωσε ξανά… Απλώς ήρθαν, πήραν το πεθαμένο σώμα της Θείας, ψαχούλεψαν την τσάντα, τη ντουλάπα, τις κασέλες και έκλεισαν πίσω την βαριά ξύλινη πόρτα.
Αγνόησα τη σκέψη εάν το σαθρό ξύλινο πάτωμα μπορεί να με σηκώσει και πλησίασα δίπλα στο κρεβάτι…. Γονάτισα και άρχισα να ανοίγω κάποια από τα γράμματα. Το πιο παλιό ήταν από το 1951. Η Θεία, ήταν ένα αγαπητό πρόσωπο. Πολλά γράμματα από ανίψια και ξαδέρφια. Γράμματα ευγνωμοσύνης για την προσφερόμενη φιλοξενία της. Γράμματα ανησυχίας για την υγεία της. Κάποια αναφέρονταν σε αμφιβολίες για κάποιο προξενιό. Άλλα σύστηναν τον αρραβωνιαστικό μιας ανιψιάς. Αναφορές και παρηγοριά για μια περιουσία και χωράφια που χάθηκαν. Μια ξαδέρφη, της έδινε κουράγιο για κάποιο “μεγάλο” κακό και θέλημα Θεού που την είχε βρει. Σε κάποια γράμματα ο αποστολέας ευχαριστεί τη Θεία για τις 300 δρχ που έλαβε από το λάδι ενώ σε κάποιο άλλο ζητάει συγνώμη που δεν μπορεί να την ενισχύσει οικονομικά. Ανάμεσα σε όλα αυτά, ένα ειδοποιητήριο για οφειλές για το νερό και το ρεύμα, μια βεβαίωση για το 67% της αναπηρία της και μια συνταγογράφηση για Stedon.
Οι φωτογραφίες έδειχναν μια όμορφη στα νιάτα της, ξανθή γυναίκα, με πλεξούδα στο πλάι του κεφαλιού. Δεν βρήκα στοιχεία για παιδιά. Ένα γράμμα μόνο την παρηγορούσε που αναγκάστηκε να αποχωριστεί τον αρραβωνιαστικό της. Η Θεία ήταν μια μοναχική γυναίκα, με πολλά ξαδέρφια και ανίψια που την αγαπούσαν και την σκέφτονταν.
Το τελευταίο γράμμα ήταν εκείνο μιας ανιψιάς, το 1976. Της έστελνε τη φωτογραφία ενός μωρού από το μαιευτήριο.
Μετά τα γράμματα έπαυσαν.
Δεν κατάλαβα πόση ώρα πέρασε. Ο ήχος μιας κίνησης από πουλιά, από την τρύπια οροφή, με έκανε να επιστρέψω εσπευσμένα από το παρελθόν.
Σαν τυμβωρύχος πήρα μαζί μου ένα από τα ποτήρια της γιαγιάς, μερικές φωτογραφίες και μερικά γράμματα. Πήρα και το χειροκίνητο μπλε μεταλλικό της ξυπνητήρι. Είχε σταματήσει στις 2 και 10.
Επέστρεψα σπίτι και άπλωσα τα ευρήματά μου στο πάτωμα.
Αισθάνθηκα πως κρατούσα έναν θησαυρό στα χέρια μου. Μια αρχαιοκάπηλος… Μια κλέφτρα αναμνήσεων.
Αναπόφευκτα όλη αυτή η έντονη εμπειρία με έκανε να ταυτιστώ με τη θεία Μαρία. Προσπάθησα να αισθανθώ τις σκέψεις της…. το κορμί της… Τον τρόπο που κινιόταν στο ξύλινο πάτωμα. Την προσμονή που είχε για όλα εκείνα τα γράμματα.
Η Μοναξιά της με κατέκλυσε. Η θλιμμένη ξανθιά πριγκηπέσα, φυλακισμένη στο κάστρο με τους απροσπέλαστους πέτρινους τοίχους… σε ένα δυσπρόσιτο ορεινό χωριό. Η βροχή να χτυπάει την ξύλινη οροφή… την ξύλινη πόρτα… Μόνη, προσμένοντας τις εικόνες από την ζωή των άλλων.
Άραγε.. τι αφήνουμε πίσω μας μετά το θάνατο; Στ` αλήθεια μπορούμε να μείνουμε στο μυαλό των ανθρώπων ή απλώς τα ίχνη μας περιμένουν μέσα στην σκόνη και στα κόπρανα των νυχτερίδων, μια τυχαία περαστική, μια ρομαντική άγνωστη να μας ανακαλύψει;
Το βράδυ δυσκολεύτηκα να κοιμηθώ. Έβλεπα από το παράθυρο το πέτρινο κτίριο και αισθανόμουν τη Θεία να με παρακολουθεί.
Αυτό δε μου προκάλεσε φόβο. Μια παράξενη ησυχία μάλλον…. ίσως και ένα ευχάριστο βάρος. Γύρισα και κοίταξα το ποτήρι και τα άλλα πράγματα της θείας που είχα αφήσει στο πάτωμα.
Ένα ευχάριστο βάρος ότι αυτές οι αναμνήσεις θα συνεχίσουν να υπάρχουν μέσα από εμένα.
Καθώς βυθίζονταν τα μάτια μου…. ήμουν σίγουρη πως άκουσα για λίγο το τικ τακ του ρολογιού της θείας…
ΥΓ. Έμαθα αργότερα από ανθρώπους του χωριού πως αναγκάστηκε να χωρίσει από τον αρραβωνιαστικό της επειδή εκείνος χρειάστηκε να μεταφερθεί στην Σπιναλόγκα.
Και εξαιτίας αυτής της πονεμένης ιστορίας δεν θέλω να αποκαλύψω το όνομα του χωριού.