Τη θυμάμαι σχεδόν πάντα εκεί… να κάθεται έξω από τον ψηλό μαντρότοιχο της παλιάς μονοκατοικίας που ζούσε μόνη της για χρόνια, κάθε πρωί με μια κούπα καφέ κοιτάζοντας τους περαστικούς…Πρέπει να πλησίαζε στα 65, μικροκαμωμένη, πάντα γελαστή, με τα γυαλάκια της πίσω από τα οποία – αν κοίταζες- κρύβονταν ένα βλέμμα ζεστό. Αγαπούσε φαίνεται τα ζώα και κάθε πρωί που πέρναγα από εκεί για την πρωινή βόλτα με το σκύλο μου, του μιλούσε τρυφερά ή μήπως έψαχνε μια ευκαιρία για κουβέντα, για επικοινωνία, για παρέα;
Δεν το είχα πολυσκεφτεί μέχρι χθες βράδυ…
Εκεί που γύριζα από την δουλειά, διέκρινα δύο ανθρώπινες φιγούρες μες τη νύχτα να έχουν σηκώσει κάποιον που ήταν ημι- λυπόθημος και στηρίζονταν στους ώμους τους.
Ήταν αυτή, ημιλυπόθυμη.
– « Την βρήκα ξάπλα στην μέση του δρόμου, θα μπορούσε να την έχει σκοτώσει κάποιο αυτοκίνητο» είπε μια καλοσυνάτη νεαρή γυναίκα που πιθανότατα της είχε σώσει την ζωή.
Την βάλαμε προσεκτικά μαζί με άλλον έναν άνθρωπo να καθίσει κάτω και κάλεσα το 166. Σαν να μύριζε αλκοόλ…
Για μια στιγμή, έκλεισε τα μάτια, το κεφάλι της έπεσε προς τα πίσω και έχασε τις αισθήσεις της.
Τα ‘χασα. «Χριστέ μου, πάει, πέθανε…» φώναξα και σαν φλας μπακ ήρθαν στο μυαλό μου κάτι λίγα μαθήματα Α Βοηθειών και της έδωσα ένα χαστούκι . Μέσα σε λίγα λεπτά ξύπνησε ξαφνιασμένη σαν να είχε πέσει σε στιγμιαίο λήθαργο.
– «Μην κοιμηθείς», της είπαμε σχεδόν παρακαλεστά «έχουμε φωνάξει γιατρό να σε δει».
– «Μόνο στο Νοσοκομείο ΔΕΝ πάω» μας δήλωσε αποφασισμένη.
Στην ώρα που μεσολάβησε και για όσο της είχα πιάσει τη κουβέντα για να μην κοιμηθεί, άρχισαν να περνάνε από το μυαλό μου σκέψεις μου περι μοναξιάς, μοναχικών ανθρώπων ακόμη και η δική μου σχέση με τους ίδιους μου τους γονείς.
– «Πώς σε λένε;» τη ρώτησα.
– «Μαριάνθη. Μαριάνθη Α.»
– «Ωραίο όνομα, έτσι λέγανε τη γιαγιά μου», της είπα.
Με κοίταξε και μου χαμογέλασε καλοσυνάτα.
– «Έχεις παιδιά; » την ξανα ρώτησα σε μια προσπάθεια να μάθω με ποιόν δικό της να επικοινωνήσω, αν υπήρχε…
– «Ποιά παιδιά; Τώρα μου έμπηξες το μαχαίρι στην καρδιά» μου είπε και απόστρεψε το βλέμμα της, κοιτάζοντας μακρυά. « Έχω 3 παιδιά,3 αγόρια, ένα τηλέφωνο δεν με έχουν πάρει ποτέ».
– «Πώς τα λένε ;» επέμεινα.
– «Τον πρώτο Ροδόλφο, τον δεύτερο Γιώργο και τον τρίτο Χρήστο».
– « Και μένουν εδώ κοντά; ».
– « Όχι, δυστυχώς… Σε άλλον Νομό. Ένα τηλέφωνο δεν με έχουν πάρει» μου ξαναείπε με πικρία και πρόσθεσε: «Ξέρεις αυτό το..πώς το λένε, το ίντερνετ, εκεί ψάχνω τον τον Γιώργο μήπως τον βρω… Αλλά ξέρεις κάτι; Όσο είχα ευρώ, ήμουν καλή…»
Κοιταχτήκαμε στα μάτια με την άλλη γυναίκα που την είχε βρει στη μέση του δρόμου… Τι να πεις…
– «Σε παρακαλώ» μου είπε ευγενικά «πήγαινε με σπίτι μου, εκεί πιο πάνω μένω. Θέλω να κοιμηθώ,νυστάζω» και έκανε πως πήγε να σηκωθεί αλλά έχασε την ισορροπία της και σιωράστηκε κάτω.
– «Δεν πρέπει να κοιμηθείς» της είπε και η άλλη γυναίκα που μάλλον την ήξερε πιο καλά.
– «Πεινάω» ψέλισσε…
– «Θες να σου φέρω κάτι να φας; Περίμενε έρχομαι σε 2 λεπτά…» και έτρεξα βιαστικά προς το σπίτι, επιστρέφοντας σχεδόν αμέσως με λίγο ψωμί και ένα μπουκάλι νερό.
– «Πιες λίγο νερό» της είπε η άλλη γυναίκα και την βοήθησε να κρατήσει στα χέρια της το ποτήρι. «Μόνο αυτό πίνουν οι άνθρωπο όταν διψάνε, ακούς;» της είπε με νόημα.
– «Κοίτα…» γυρνάει και της ψιθυρίζει βάζοντας το χέρι πάνω στην θέση της καρδιάς « έχω περάσει πολλά…».
– «Όλοι μας» της είπε αυστηρά η άλλη γυναίκα.
– «Εσύ ξέρεις το όνομα της μάνας σου και του πατέρα σου;»
– «Ναι» της λέει.
– «Εγώ έγινα 15 χρονών και μάνα και πατέρα δεν γνώρισα… Ο καθένας μας κουβαλά τον χαρακτήρα του…»
– «Εμείς φτιάχνουμε τον χαρακτήρα μας, εμείς τον κτίζουμε. Εμείς είμαστε υπεύθυνοι για την ζωή μας. Κι εγώ μεγάλωσα σχεδόν μόνη μου, δούλευα από από παιδί αλλά….» της απάντησε η άλλη γυναίκα καθώς κοιτούσε ανυπόμονα προς τον δρόμο μήπως ξεπρόβαλλε το ασθενοφόρο.
– «Θέλεις κι άλλο νερό; » τη ρώτησα.
– «Όχι, δε θέλω. Εδώ… μένεις;» γύρισε και μου έδειξε τη γειτονιά κουνόντας το κεφάλι της προς το μέρος μου.
– «Ναι εδώ», της είπα. «Περνάω συχνά από την δική σου γειτονιά κάθε πρωί στη βόλτα με το σκύλο μου ».
– «Ξέρω, ξέρω…» μου απάντησε χαμογελαστά.
Εκείνη με είχε παρατηρήσει. Εγώ όχι…
Μέχρι να έρθει το ασθενοφόρο και να την μεταφέρει στο Νοσοκομείο, δίνοντας στους νοσηλευτές σε ένα κομμάτι χαρτί το ονοματεπώνυμο της και μαζί των παιδιών της, πέρασαν από το μυαλό μου όλα αυτά τα χρόνια, όλες αυτές οι στιγμές που πάντα πέρναγα από τον ψηλό μαντρότοιχο του σπιτιού της και σχεδόν σπάνια της μίλαγα ενώ έβλεπα πως αποζητούσε μια κουβέντα, ένα βλέμμα ανθρωπιάς.
Σκέφτηκα τους γερο- γονείς μου… Έχω κόψει τα πολλά τηλέφωνα τελευταία… Με έζωσαν οι τύψεις, που δεν πάω να τους δω, που δεν βρίσκω λίγο χρόνο για ένα τηλέφωνο και έπιασα το ακουστικό.